| Η ευθεία γραμμή της διάθλασης του κενού
καθρεφτίστηκε στην αιώνια στάθμευση
κάτω απ' τη δαμόκλεια Πύλη του Χρόνου
βουλιάζοντας αργά κι ανεπαίσθητα
στη σκοτεινή ζύμη των σκουριασμένων
απ' τη νοτιά της άγνοιας ονείρων.
Μαύρο κουβάρι ο Ήλιος απεμπόλησε
το νήμα του χωροχρόνου της αχτίδας
και τ' άστρο γέλασε πικρά κι αναρωτήθηκε
δύοντας σκυθρωπό, για την ματαιότητα
της υπερφίαλης διαδρομής του
και την θλίψη των χαμένων χαμόγελων.
Από μέσα σύρθηκαν ψιθυριστά κάποιες νότες
- Διαμοιράζομαι
στην αφόρητη σιγή
που κλαίει,
στης ελπίδας την κραυγή
που σιγοκαίει
κι αφουγκράζομαι.
Μια σταγόνα γλίστρησε γι' αυτούς
που στο σταυροδρόμι χάθηκαν νωρίς
ή πιο μετά, δεν έχει σημασία,
και πήραν ανάποδο στρατί, άλλοι προσμένοντας
κι άλλοι με την παραίσθηση ότι βρήκαν το τέρμα.
Ένας σωρός πέτρες στοιβαγμένες σε σχήμα
αυταπάτης, λήθης, πλάνης, πόθων και φόβου.
- Τώρα οι στερνές τους μνήμες στοίχειωσαν
και στέκουν στο σκοτάδι σαν μνημείο
μετρώντας πόσα μείναν κι όσα κύλησαν
πριν των ονείρων κλείσουν το ταμείο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|