| Μια φορά και ένα καιρό, ο κόσμος έπεσε στο σκοτάδι.
Οι χρυσές ηλιαχτίδες κρύφτηκαν πίσω από τη σελήνη, ήτανε μια παράξενη έκλειψη ήλιου, που ίσως θα κρατούσε για πάντα
Το φεγγάρι που σκέπασε τον ήλιο, στρογγυλό και κόκκινο σαν αίμα.
Ο αέρας είχε δυναμώσει απότομα, γρήγορα το πέρασμα του θύμισε το ουρλιαχτό σκοτεινής νεράιδας.
Τα πουλιά στα δέντρα είχανε πιάσει ένα πένθιμο τραγούδι, τα σκυλιά άρχισαν ένα γερό κλάμα και οι λύκοι στο δάσος ούρλιαζαν μανιασμένα.
Κάθε ζωντανό του κόσμου, ακόμη και τα ψάρια στην αφρισμένη θάλασσα, στις γκρίζες λίμνες και τα βουρκωμένα ποτάμια, έψαχναν όλα τους μια κρυψώνα.
Οι άνθρωποι φωνάζανε::Έρχονται και έτρεχαν να αμπαρωθούν στα σπίτι τους, στις πόρτες και τα παράθυρα κρεμούσαν φυλαχτά και ζωγράφιζαν άτσαλα διαφορά σύμβολα προστασίας.
Όσοι ήτανε τυχεροί είχανε προλάβει να κρυφτούν, αρκετοί όμως έμειναν πίσω και τα ουρλιαχτά των λύκων σκεπάστηκαν από τις δικές τους κραυγές.
Μέσα στο σκοτάδι περπατούσαν πέντε νεαροί άνδρες, κάτω από τις ολόμαυρες κουκούλες τους μισοφαινονταν οι ολόμαυρες μακριές τους μπούκλες και τα όμορφα, χιονάτα πρόσωπα τους, που αν τα παρατηρούσε καλύτερα θα έβλεπε ότι τα μάτια τους άλλαζαν κάθε τόσο από το γαλάζιο το κόκκινο.
Φορούσανε μακρινούς μανδύας, πάνω από φθαρμένες, αρχαϊκές πολεμικές στολές και ξεφτισμένα σανδάλια στα πόδια.
Κρατούσαν μαύρα σπαθιά που τα τύλιγε μια κόκκινη λάμψη, κάθε φορά που βρίσκονταν κοντά στα θήραμα τους.
Ήτανε όλοι τους απέθαντοι, μια από τις αρχαιότερες φυλές βαμπίρ.
Κάποτε, ήτανε άνθρωποι, πολεμιστές που κέρδισαν όλες τις μάχες τους αλλά δεν είχανε τιμή, λεηλατούσαν και σκοτώνανε απλά για να σκοτώσουν και συχνά ξεσπούσανε σε αμάχους, για αυτό οι άρχοντες της πόλης αρνήθηκαν να τους θάψουν, όταν κάποια στιγμή πέθαναν.
Σε εκείνα τα μέρη πίστευαν ότι εάν μέχρι τις σαράντα ημέρες από το θάνατο δεν ταφεί ο νεκρός ζωντανεύει και τριγυρίζει στη γη.
Και έτσι γεννήθηκαν οι απέθαντοι πέντε, γνωστοί και ως «οι σκοτεινοί πολεμιστές».
Είχανε έρθει για να εκδικηθούν.. .
***********
Ένας νεαρός με μαύρο μανδύα μπλέχτηκε με τους πέντε και μαζί σκορπούσανε το τρόμο.
-Πολλά βρωμοσπιτα έχουν πολύ δυνατά «απωθητικά» βρικολάκων. Είπε με ψυχρή λύσσα ο καινούργιος.
-Obtenebrare, μην βιάζεσαι. Θεριεύει συνεχώς το σκοτάδι, τα κόλπα τους δεν θα «δουλεύουν» για πολύ ακόμη, δε θα γλυτώσουν από τα δόντια μας, ότι και να κάνουν. . Για την ώρα.. , βλέπω φρέσκο κρέας.. Ο απέθαντος που μίλησε έδειξε μπροστά.
Κάπου, όχι πολύ μακριά έβλεπαν ανθρώπινες φιγούρες που έτρεχαν να ξεφύγουν.
Τα βαμπίρ έτρεξαν.
-Σκοτώστε. όσους περισσότερους θνητούς μπορείτε. Φώναζε στη Γλώσσα τους
, μια γλώσσα τραχιά και αποκρουστική, που θύμιζε σφύριγμα εντόμων.
Είχανε περικυκλώσει μια ομάδα από εφήβους, δεκαπέντε με δεκαεπτά χρόνων.
Οι βρικόλακες δεν ήξεραν ότι αυτά τα παιδιά ήταν μαθητευόμενοι της σχολής μαγείας Filtrum caeruleum που βρίσκονταν πίσω από τo λόφο, εκεί που αρκετοί άνθρωποι δεν πατούσαν το πόδι τους, επειδή κάποτε είχανε γνωρίσει σκοτεινούς μάγους και είχανε υιοθετήσει την – λανθασμένη - άποψη ότι όλοι οι μάγοι ήτανε κακοί και μοχθηροί, επειδή κάποτε κάποιος της φυλής τους τους είχε βλάψει.
Στο Filtrum caeruleum όμως, οι περισσότεροι ήταν ειρηνιστές και φιλήσυχοι και χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους με σύνεση, τους ανθρώπους τους αποκαλούσαν Filii maris, δηλαδή παιδιά της θάλασσας, επειδή ζούσαν κυρίως από την αλιεία.
Το κολέγιο μαγείας ήταν εξολοκλήρου κτισμένο από μαύρο κρύσταλλο, ήτανε ένας ψηλός , τετράγωνος πύργο με πολλά πατώματα και στρογγυλά παράθυρα και ξύλινες, σκακιστές πόρτες. και ήτανε γνωστό στα πέρατα της γης.
Τα βαμπίρ που ήξεραν ότι οι μάγισσες και οι μάγοι-ακόμη και οι μαθητευόμενοι-δεν ήταν εύκολοι αντίπαλοι, έτσι φρόντισαν να τους ξεφορτωθούν, λίγο πριν αρχίσουν τις επιθέσεις
Ο προδότης, Obtenebrare δηλητηρίασε το ρούμι που προσέφερε στους καθηγητές και στα παιδιά και όταν έχασαν τις δυνάμεις τους και ήταν πια τρομαγμένοι και ανυπεράσπιστοι αυτός έβαλε φωτιά στο μαγικό σχολείο, καίγοντας τους ζωντανούς.
Μόνο μια χούφτα παιδιών γλύτωσε, επειδή ήταν μισοί μάγοι-μισοί ξωτικά και το ξόρκι δεν «δούλεψε» επάνω τους.
Δεν πρόλαβαν να σώσουν τους φίλους και τους καθηγητές τους πρόλαβαν όμως να το σκάσουν, με τα βαμπίρ τους θεωρούσαν όλους νεκρούς.
Θα μπορούσαν να πετάξουν μακριά, αλλά έμειναν να παλέψουν, για το καλό όλων.
Τώρα, τα παιδιά-μάγοι έτρεχαν μέσα στο σκοτεινό βάλτο και πίσω τους κυνηγούσε η κόλαση.
-Μην τρέχετε άδικα, θα πεθάνετε, θνητά ζωύφιά. Ούρλιαζαν οι βρικόλακες, που τους είχανε περάσει για θνητούς.
Τα παιδιά φορούσαν κουκούλες που έκρυβαν τα πρόσωπα τους και μακριά παλτό, που έφταναν μέχρι τις μύτες των παπουτσιών τους και δεν φαίνονταν οι μπλε μαθητές στολές με τα γεωμετρικές σχήματα.
Σε αντίθεση με μάγους και μάγισσες από άλλους τόπους, αυτοί δεν χρησιμοποιούσαν ραβδιά, αλλά ασημένια, σκαλισμένα μπαστούνια με πράσινο διαμάντι, μέσα στο οποίο είχανε φυλακισμένη μαγεία που τη χρησιμοποιούσαν για τα ξόρκια τους.
Όταν οι βρικόλακες ήρθαν αρκετά κοντά, ώστε να πιάσει το ξόρκι, ο μεγαλύτερος από τους μάγους, ένα ξανθό αγόρι με μαύρα μάτια, φώναξε Sol, experrectus.
Και με μιας το σκοτάδι έσβησε και επέστρεψε ο ήλιος, φωτεινός σαν την πρώτη μέρα της Άνοιξης, εξαφανίζοντας έναν, ένα όλα τα βαμπίρ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι κάτοικοι της περιοχής ευχαρίστησαν τους μάγους και τις μάγισσες για το θάρρος τους που έσωσε τις ζωές και τη χώρα τους.
Ξέχασαν τις διαφορές και τις προκαταλήψεις και όλοι μαζί ξεκίνησαν να δημιουργήσουν ένα καινούργιο κόσμο.
Τελος
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|