|
Νέο άστέρι.
Νομάδες σχιστομάτηδες, άρχοντες τής έρήμου,
στήν άμμο στρώσανε χαλιά καί γλέντησαν μαζί μου.
Γλυκό πιοτό μέ κέρασαν. Μού μέτρησαν τά άστέρια
καί χόρεψε γιά μένανε μία μορφή αίθέρια.
Ένας άέρας πονηρός, χά'ι'δευε τά κορμιά μας
καί τό φεγγάρι άπό ψηλά, τσούγκριζε στήν ύγειά μας.
Είδα τό χάος τ΄ούρανού,ζεστά νά μ' άκουμπάει
καί τόν Θεό στό κέντρο του, νά μού χαμογελάει.
Στίς φλέβες κυριάρχησαν, τού νέκταρ οί ούσίες
καί οί άντιστάσεις έδειξαν, μεγάλες άπουσίες.
Άμβλήθηκαν σταδιακά, τής γνώσης οί γωνίες
καί όρχήστρες ξάφνου έπαιζαν, ούράνιες συμφωνίες.
Νομάδες έξωγή'ι'νοι, πλάσματα τού όνείρου,
συμφώνησαν καί μού άνοιξαν, τά μάτια τού άπείρου,
πού έβλεπε κόσμους άύλους, στά χρώματα λουσμένους.
Στόν χρόνο τόν άνύπαρκτο, αίώνια βυθισμένους.
Όλα έφάνηκαν κοντά, τόσο γνωστά καί οίκεία.
Άφέθηκα καί πίστεψα, σέ αύτήν τήν ούτοπία.
Έκείνη τήν μοναδική στιγμή, σάν νά 'μουν νέο άστέρι,
πού ξεπηδά άπ τό κενό ...μέ έστησε στόν ούρανό,
τού Δημιουργού τό χέρι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|