Ήσουν-ψαράς και βουτηχτής άριστος στο κολύµπι
Εκεί ψηλά που βρίσκεσαι τίποτα μη σου λείπει.
Η µυρωδιά του λιβανιού αγγίζει την ψυχή σου
Κι αυτό είναι το φάρµακο και για τους δυο γονείς σου.
Όταν η Μάνα έρχεται κι ανάβει το καντήλι,
τα µάτια της βουρκώνουνε σαν άφτει το φιτίλι!.
Μιλά και κάνει πως γελά µα η καρδιά πονάει,
γιατί δεν ξέχασε ποτέ τον γιο της που αγαπάει.
Εσύ που είσαι στα ψηλά να τους παρηγορήσεις
είναι ο ο πόνος τους βαρύς μα µην βαρυγκομίσεις.
Κι εγώ δεν σε λησµόνησα σ' έχω φωτογραφία
και σε θυµιάζω ταχτικά µες στην τραπεζαρία.
Η θάλασσα έµεινε ορφανή και µέρα νύχτα κλαίει
Φωνάζει σου µα δεν ακούς απάντηση δεν λέει.
Η αγάπη σου η θάλασσα πάντα σε περιµένει
µα δεν σε βλέπει να ' ρχεσαι και φεύγει πικραµένη,
Θάλασσα πικροθάλασσα θα µείνες µε τον πόνο
γιατί ο Μανόλης έφυγε πήγε στον άλλο κόσµο.
Επήγε στον παράδεισο µαζί µε τους αγγέλους
και ψαλµωδΙες ψάλλουνε παρέα µ αρχαγέλλους.
- Γονείς κι' αδέρφι είµ` καλά χωρίς αµφιβολία
γιατί σας βλέπω ταχτικά µέσα στην εκκλησία.
Την µάνα βλέπω συνεχώς να ψάλλει στο ψαλτήρι
το ξέρω πως κι αν έφυγα δε µου χαλά χατίρι.