|
| Γυρισμός | | | Καλό ξημέρωμα σε όλες και σε όλους. | | Mοίρα για να ξεφορτωθείς, που ξαλειμό σου γράφει,
γένηκες αχερόκλωνο, που τ' άρπαξαν σπιλιάδες,
και σφόρτσα τ' απογλάκησαν, χαμσίνια και χιονιάδες,
σε ρημοτόπια κι έργατα, λειψά από νισάφι…
Μα ήρθε κείνος ο καιρός, ξοπίσω να γυρίσεις,
αχ, σε ραχιά ανάπαλλη, κάντιας σου παιδιοσύνης,
να ρίξεις γύρω θώρι σου, δίχως ίχνος βιασύνης,
και κειό το σπίτι το παλιό, με ντέρτι ν' αντικρίσεις.
Να δεις τις γριές τις καρυδιές, που γνώρισες φυντάνια...
Τα χέρια που τις φύτεψαν στην άκρη στο περβόλι,
πώς το ‘ξεραν, πως θα βρισκες, εδώ αραξοβόλι,
κάποτες, σαν θα σ' έπνιγαν, της ζήσης τα ρουμάνια;
Κάτω απ' την τρανότερη να κάτσεις, και να φτάσουν,
οι ρίμες, που μουρμούριζε μια μαυροφορεμένη,
που σ' άξιο τραγουδάτορα, αλλόκοτα ταμένη,
μες σ' αγνωσιά της για ψηφιά, πόθειε να σε μπολιάσουν.
Ν' ακούσεις σούρισμα γλυκό από τον ψαρομάλλη,
τον μπαξεβάνη, στήριγμα, ως είχε αξινάρα,
να δεις μπαλτζή, μουριόνι του να βάζει, και τελάρα
των ασμοδόχων, να τρυγά, με φρόντιση μεγάλη.
Να φτάσει γέλιο γάργαρο, από μοναχοκόρη,
λογοστεμένη που 'φερες, μια πασχαλιά στην κούλα,
και ήταν μοσχομύριστη, ωσάν νερατζοπούλα,
που τ' άνθια της αψήφησαν, γραφτού σου, τ' αγριοβόρι.
Μα, τίποτις, δεν είναι πια το ίδιο, όπως τότε,
όλοι χαθήκαν, άθελα, λαργάραν με βαρκάδα,
εκτός από τις θύμησες που φτάνουνε αράδα,
κι απ' τις καρυές, που θλιβερά στενάζουν πότε-πότε.
Και θέλουν μ’ ένα παλιακό, τρεμάμενο κλαδί τους,
κομμάτι ανυπόμονες, να σώσουν να σ’ αγγίσουν,
ως να 'χουν μια προαίστηση, πως ίσως να στραγγίσουν,
από ζωή, μια χειμωνιά, σαν πέσει στο ορδί τους…
Όταν τα μοιροζύγια σου, βαγίζουν στο σκοτάδι,
κι εκείνοι που αγάπησες αποταχιά χαθήκαν,
τα όνειρα σού μένουνε, που άπιαστα σιαχτήκαν,
μα η ζωή τ' ακολουθεί, να βρει σ' αυτά χειμάδι.
Βούτηξε στ' όνειρο, λοιπόν, κι άπλωσε να τ' αγγίσεις,
εκείνης της παλιάς καρυάς, το τάγαρο δερμάτι,
μπορεί, στη ρίζα της, να βρεις, δάκρυ της, αμανάτι,
στο χρόνο, που το έδωκε, μ' ελπίδα να γυρίσεις.
Τι σαν το απαρχήνισες, ετούτο το σεφέρι,
ήταν η νύχτα φεγγερή, και τ' άστρια σου γελούσαν,
μα έκλαψε η νια καρυά, για όσα θ' απειθούσαν,
και συ τ' αμέλησες, μιας και, δέντρα πως κλαιν, ποιος ξέρει;
Ακούμπησε κεφάλι σου, στης κορμαριάς κεντίδια,
και γρίκησε φωνές γλυκές, των που σε αγαπήσαν,
τι στην καρυά τη γέρικη, αχ, τα κληροδοτήσαν,
αγάπης τους τα στάματα, στοργής τους τα πρεπίδια.
Κι αν παντοχές σου, άξαφνα, πάρουν να ξεθωριάσουν,
πέσε στα γόνατα ευτύς, ζήτα της μια ριμάδα,
και κάνε τα ονείρατα παντιέρα και σπολάδα,
κάποιον, να έχουν μνήμες σου, τόπο, για να στρεχιάσουν.
Και για τα όσα σου ‘μειναν, βλόγα, οπού σωθήκαν,
την κούλα και τις καρυδιές, που θάμπος τις τυλίγει.
Απ' τους αναδρομάρηδες, θα τ’ αξιωθούνε λίγοι,
ταξίδι να τελέψουνε, εκεί που γεννηθήκαν…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
-Ειρήνη- 22-01-2022 @ 09:37 | Να έχεις πάει παντού και να γυρνάς στον τόπο που γεννήθηκες για να πεθάνεις... πολύ ωραίο ποίημα και αληθινό στο τέλος του, λίγοι όχι μόνο γιατί οι πολλοί δε γυρίζουν αλλά και γιατί υπάρχουν κι αυτοί που δε θα βρουν τίποτα αν γυρίσουν... οι τόποι αλλάζουν, όπως και οι άνθρωποι, για πολλούς η επιθυμία να πεθάνουν στη γενέθλια γη θα μείνει ανεκπλήρωτη κι εκεί, νομίζω, είναι η αξία του ποίηματός σου, ο ήρωάς σου είναι από τους λίγους τυχερούς. "αναδρομάρηδες": όμορφη λέξη! | | kasabet 22-01-2022 @ 20:55 | Πολύ όμορφο ποίημα με ιδιαίτερες και όμορφες λέξεις . Εξαιρετική δημιουργία φίλε μου | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|