| Στην κόλαση που έφτασα, την καυτή και πορφυρή
Σταμάτησαν οι πόνοι μου και είδα πάλι άσπρο φως.
Δεν καιγανε τα μάτια μου, ούτε η ψυχή μου έλιωνε.
Το σώμα μου χόρταινε γαλήνη και στοργή.
Είδα καζάνια με νερό να βουτώ και να ξεδιψώ
Ποτάμια λάβας να δροσίζουν τις πληγές μου
Και κάποια στιγμή σκέφτηκα...μήπως είσαι εδώ;
Έψαξα παντού μα δεν ήσουνα κοντά μου.
Ήσουνα μακρυά κάπου εκει ψηλά.
Εκεί που βράζουνε και οι πιο γαλάζιες λίμνες.
Εκεί ο ήλιος δεν έπεφτε ποτέ, μα πάγωνες ξανά.
Όπως τη μέρα που αδειάσαν οι ψυχές μας...
...Είχες μείνει σύξυλη και εγώ έφυγα μακρυά.
Είπα αντίο και πως δε θα σε δω ξανά.
Ομολόγησα το φόνο μας και ζήτησα να πάω φυλακή.
Όμως δε με πήγανε εκεί που βάζουν τους φονιάδες.
Είπαν πως η τιμωρία μου ήταν η σωτηρία μου.
Από τότε είναι όλα φανερά...
Ζορίστηκα πολύ αλλά τώρα πια έχω λυτρωθεί.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|