| Μνήμη έχουν οι πέτρες που είναι βαλμένες στο χώμα, το νερό που κυλά στο ποτάμι και τα κλωνάρια των δέντρων. Οι πέτρες θυμούνται τις σόλες των παπουτσιών που τις περπάτησαν. Το νερό θυμάται τις όχθες που το αγκαλιάζουν. Τα κλωνάρια, τα πουλιά που ξαποσταίνουν πάνω τους. Μονάχα ο άνθρωπος φοβάται τη μνήμη. Απομυζά τη ζωή του και στοιχειώνει την αδύναμη ύπαρξή του. Μάχεται σε όλη του τη ζωή να την απεκδυθεί. Να την ξεσκίσει σαν λερωμένο ρούχο που χαλνά την ομορφιά της γύμνιας του.
Εάν η μνήμη χανόταν μαζί με τις στιγμές, εάν οι θύμησες ξεθώριαζαν όπως η ανθρώπινη ζήση, ο άνθρωπος θα ήταν πανελεύθερος. Μα εκείνη στέκεται ασάλευτη, σαν αιωνόβιο δέντρο, ριζωμένο βαθιά μέσα στο χώμα του. Και όσο ο χρόνος κυλά, οι μνήμες απλώνονται σαν τα γυμνά κλωνάρια του δέντρου και μπλέκονται αναμεταξύ τους, ματώνοντας με τα αγκάθια τους την ψυχή του.
Κάποτε, όχι πολύ μακριά, θά 'ρθει η Άνοιξη. Στους γυμνούς κλώνους, δειλά, θα ξεπηδήσουν άνθη λευκά. Και όταν ο δυνατός αγέρας σαλέψει τα κλωνάρια, τα άνθη θα γίνουν λευκά πουλιά και θα πετάξουν μακριά από αυτά, λεύτερα. Θα καθίσουν απαλά στο χώμα, το ένα πλάι στο άλλο. Είναι εκείνες οι μνήμες που ανθίζουν στις ψυχές των ανθρώπων και αυτές μοσχοβολούν. Ένας μικρός, λευκός κήπος, ίδιος ο παράδεισος.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|