|
Ήταν μελαχρινή γύρω στα 40 με ανύπαρκτο στήθος,
αλλά διέθετε τον τέλειο κώλο.
Ήταν μόνη σε κάποιο μπαρ η νύχτα ήταν μεγάλη, ατελείωτη
κι ήθελε με κάποιο τρόπο να μοιραστεί την μιζέρια της.
Παρατηρούσε τους θαμώνες.Οι περισσότεροι ήταν λιώμα,
κι όσοι κρατιόντουσαν έδειχναν αδιάφοροι,
ώσπου το βλέμμα της έπεσε σε κάποιον που το t-shirt του
έγραφε Μπουκόφσκι-το όνομα του αγαπημένου της ποιητή.
"Ο μεγάλος Μπουκόφσκι ε; Του πετάει
και του σκάει χαμόγελο.
" Εγώ είμαι πιο μεγάλος, της απαντά ο Τάμπι
και αποτελειώνει την μπύρα του.
"Πιο μεγάλος; Διερωτάται εκείνη.
" Ναι συνεχίζει αυτός-είμαι πιο μεγάλος τεμπέλης από κείνον.
Ακόμα κι έτσι ίσως να είμαι σε καλύτερη μοίρα
από μερικούς της καινούργιας γενιάς.
"Τι εννοείς;Ρώτησε η Μάκι.
"Να ας πούμε δεν έχω απογοήτευση ή απελπισία.
Αυτο θα σήμαινε οτι κάποτε θα είχα ελπίσει ή πιστέψει σε κάτι σε κάποιον.
Δεν μπορώ να χάσω κάτι που ποτέ δεν είχα.Δέχομαι τα πράγματα
όπως έρθουν.Υπάρχουν οι κακές μέρες οι καταστροφικές μερες
και η επανάληψη τους.
"Τοσο καλα ρε παιδάκι μου;
"Δεν παραπονιέμαι.Είναι ωραίο να μην εχεις προσδοκίες από τους άλλους
κι απο σένα.Όπως το βλέπω εγώ έχω χεσμένη την ζωή και η ζωή έχει χεσμένο εμένα.
"Χμμμ...να υποθέσω ότι γράφεις κι εσύ;Του λέει.
"Ναι την λίστα για τα ψώνια στο σούπερ μαρκετ"
Την έλεγαν Μακι
κι είχε μισογιαπωνέζικο αίμα.
Μαγείρευε απαίσια.
Έγραφε κάτι ακαταλαβίστικα για τον θάνατο,
αλλά στο κρεβάτι ήταν φωτιά και λαύρα.
Η Μάκι είχε λίγα χρήματα στην άκρη
κι ο Τάμπι ένα επίδομα που έπαιρνε από την πρόνοια
κι έτσι αποφάσισαν να δοκιμάσουν να αναμετρηθούν
με την σκύλα της καθημερινότητας όντας κάτω από την ίδια στέγη.
Κάποτε το κομπόδεμα της Μάκι εξαντλήθηκε
αφού προγηγουμένως επενδύθηκε σε καπνό αλκοόλ και τζόγο
κι ο Τάμπι έπρεπε ή να βρει δουλειά
ή να πάρει το πρώτο κτελ
που έφευγε από τον σταθμό.
Προτίμησε το δεύτερο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|