| Του αδικημένου το παράπονο, θολό
σαν εκβολή του ποταμού με βρώμικα καλάμια
βότσαλα γκρίζα απ την σκουριά, που αργά τα ψάχνει η λάμια
η οιμωγή μην ακουστεί. Σαν το κρατάει κρυφό
με δακρυσμένα δάχτυλα που σκούπισαν τα μάτια
Τις πόρτες τους δεν χτύπησε ποτέ
εκείνοι ασυνάντητα, έψαξαν και τον βρήκαν
εγκώμια τον γέμιζαν, με ελπίδες και σωρούς περγαμηνές
διάσημοι χρόνια και έντιμοι, ονόματα κρατούσαν
με λερωμένα δάχτυλα και ασκούπιστα τα μάτια
Του αδικημένου το μελάνι ξενυχτά
πλέκει τις υποσχέσεις τους κρεμώντας τις στο στέρνο
καμένα φύγανε τα θα, μίζερα ψέματα και χάθηκε το τρένο
ψάχνει στον ποταμό βυθό μα βγαίνει στα ανοιχτά
είναι τα μάτια του στεγνά σαν το άδικο φωνάζει
Δειλοί και πολυπράγμωνες
γιατί να φοβηθούν; Βάζουν στις τσέπες τους χαρτί
σκάρτες οι υποσχέσεις τους, γνωστούς μονάχα τώρα
κι αν δολοπλόκοι γίνονται, ξανά χειροκροτούνται
στα μάτια τους δεν φαίνεται, το άδικο να φωνάζει
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|