| Με κάτι μπλε , βαμμένα νύχια - της όστριας ‘ συντροφιά
μου δραπετεύεις στα στενά σοκάκια της Σαγκάης ,
κοινή μας φαντασίωση του παπαγάλου η βρισιά ‘
Απ’ του Μακάου τις εξοχές , που ζούσε σαν τελάλης .
Της παπαρούνας ο καπνός στου γαλαξία το φως ,
έχει νοθέψει τα πυκνά μεταξωτά μαλλιά σου.
Με κάτι τρίχες άσπρες ! Ως ξέσαρκος σκελετός -
που έχει ρουφήξει το αίμα του η νότια θάλασσά σου .
Κι εγώ , τρέχω ξωπίσω σου από τα δόντια ενός μουσώνα
Να ! Δραπετεύω , απ’ τα σβηστά φανάρια του μυαλού..
Να ! σε κυλώ κει στις λασπιές , να σχίζω τον αγκώνα
και ληστρικά να σου στερώ το άνθος του κορμιού .
Έπειτα πάλι βρίζοντας σα κάνοντας το χρέος του άντρα ,
στην καταμάτωτη ποδιά , να σου πετώ Φρανκλίνους ,
φτύνω με αηδία καταγής , ξεχνώ ‘ Θα σε θυμάμαι πάντα !
Θα με θυμάσαι πάντοτε - τον πρώτο από εκείνους ..
Όμως εσύ γελάς , σε γλώσσα που .. Όχι , εγώ δεν ξέρω !
Τα πράσινα τα χάρτινα μαζεύεις , τα κουρέλια .
Τραβάς για την ανατολή , σε ήλιο παγιονέρο
θα σεργιανάς και θα κεντάς τη πρωινή δαντέλα .
..
Με εξακόσια , εγώ , δολάρια πλήρωσα τον πατέρα.
Αποζημίωση ακριβή (φευ ! ) , που σκότωσα την κόρη
σα το σκυλί , σ’ ένα στενό , κάποια θολή ημέρα
στη ράδα όπως βαριόμουνα , που έστεκε το βαπόρι …
{Α}
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|