|
Στο θλιβερό χειμωνιάτικο το τοπίο δωδεκάχρονο αγόρι με ριγμένη κουρτίνα στους ώμους
κρατώντας φτυάρι στ' αριστερό χέρι και τον πεθαμένο γάτο με τ' άλλο χέρι πάνω στο στήθος του ,μήπως να μη κρυώνει, βαδίζει αμίλητο προς το σκοτεινό δάσος .Ανοίγει λάκκο και τον ακουμπά μέσα ευλαβικά μαζί με το χαλάκι και την κούπα του (αυτά ήταν τα μοναδικά αγαπημένα πράγματα του). Μουρμούρισε λέξεις ακατανόητες που μόνον αυτός γνώριζε κι αφού τον κάλυψε με το μαύρο χώμα επέστρεψε στο λασπωμένη αυλή του σπιτιού του με τις πολλές αγελάδες. Ο γάτος δεν τον συντρόφευε πια ,έμεινε πίσω στη σκοτεινή υγρή τρύπα. Από το φτωχικό σαλόνι ακουγόταν χαρούμενοι ήχοι από ακορντεόν ,όταν πλησίασε στο παράθυρο αντίκρισε τρία ζευγάρια να χορεύουν ξέφρενα φορώντας σακιά λινάτσας στο κεφάλι. Μόνο ο ακορντεονίστας ήταν ξέσκεπος με βλέμμα εκστασιασμού από το παίξιμο. Επτά ψυχές ταξίδευαν στον ουρανό κι άλλες επτά ψυχές διασκέδαζαν ,σκέφτηκε το μικρό αγόρι με θλίψη. Κι αναρωτήθηκε για τη ματαιότητα και τη σκληρότητα της ζωής. Το σκοτεινό δάσος έχασκε πίσω του σαν απεικόνιση της ζοφερής κατάληξης του μοναδικού του φίλου, ενώ μπροστά του χόρευαν στους ήχους του ακορντεόν κι αυτός στεκόταν στη μέση απαρηγόρητος θλιμμένος . Επέστρεψε πίσω, στο σκοτεινό δάσος και ξάπλωσε κοντά στον τάφο του μοναδικού φίλου του. Τον ξύπνησε παράξενος γέρος περαστικός και το ρώτησε γιατί κοιμάται μ' αυτό το κρύο στο δάσος τέτοια ώρα.. Αυτός του μίλησε για την απονιά του κόσμου και τη ματαιότητα της ζωής. Πως μιλάς για τη ματαιότητα της ζωής και την απονιά του κόσμου αφού ακόμη δε τη γνώρισες του είπε ο γέρος κι εξαφανίστηκε μέσα στη σκοτεινιά του δάσους.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|