Σαν κύλησαν τα δάκρυα νώτησαν το μαύρο της φουστάνι
Μαύρισαν σε τούτο το αντήλιο της θωριάς της τα σπλάχνα
Αργά σχεδόν τελετουργικά φίλησε το νεκρικό κεφάλι σαν ψύχρα να κάνει
Ψαχάτεψε τα χειλη του και προσπαθησε να νιώσει εστω μια άχνα
Που θα τον έθαβε σκεφτότανε τάχα.