|
| Ξυπόλητα αγόρια | | | Καλημέρα. Αφιερωμένο στα αγόρια που, κάποτες, γίνηκαν οι σύντροφοι του παιχνιδιύ στα παιδικάτα μου... | | Κόστας, ζαλώνεται, οσμή, άξαφνο αγεράκι,
και λιόχαρο απόγιομα, τη σπρώχνει στο αζάτο.
Μα είν' γυαλί η θάλασσα, και μέσα στο κανάκι,
σμίγεται με την παραφρή, κυμάτι ντελικάτο.
Σε περουτζένιο ουρανό, γλιστράει μιαν αχνάδα,
ωσάν γαρμπόζο λόβερο, σε πέλαγου αγκάλη,
με σκέρτσο σκανταλίζοντας, τη νέτη γαλανάδα,
μαγιάς απομεσήμερο, που χρίζει με σπατάλη.
Μήτε γαΐτα φαίνεται, στην πραγαλή τη βάλη,
μήτε λατίνι στ' ανοιχτά, μεστό απ' τον αγέρα.
Ετούτα συναλίζονται μόνο με το μαϊστράλι,
και δίχως-του σε ριχτιμιό, θράσα διαβαίνουν μέρα.
O ντόκος είναι ορφανός, από βάρκες, καΐκια
οι μπίντες του σκουριάζουνε, πρυμάτσα καρτερώντας.
Κι οι τσαμαδούρες λείπουνε, που σταλικώναν, δίκια,
μπενζίνες απ’ τους βουτηχτές, απόμακρα βαστώντας.
Στ' αμμουδερό το σύγιαλο, κορμιά είν' ξαπλωμένα,
για μελαψό, πασχίζοντας, σ' αχνόπετσά τους, ρέγκι.
Μα θράσιοι είν' οι κόποι τους και πάνε στα χαμένα,
τι είν' ξανθοί κι ασπριδεροί - νέμτζοι, μπορεί φιαμέγκοι…
Ζερβά, αργόσυρτη ματιά, βιγκλά άδειο μαντράκι,
και, παραδίπλα, έφκαιρη μιας φάμπρικας τη σκάλα.
Κι ο ήλιος τiμονέβοντας μ' αλάθεφτό του δοιάκι,
τη μέρα σμπρώχνει κατά κει, οπού 'ν' κάβου διχάλα…
Μα, τίποτις, από αυτά, αίστηση δεν μου κάνει
και, με διαφέρο, βλέμμα μου, πάνω τους, δε στεριώνει.
Τι, φλάτο κάποιας θύμησης με πήρε για σεργιάνι,
και με τραβά, μαγνητικά, στο χτες που με ισκιώνει.
Και θώρι μου, μαεστρικά, σ' αμμούδα μανουβράρει,
μπρος απ' τους δυο ευκάλυπτους - αχ, πως γιγαντωθήκαν,
σαν άρχιζε ξετυλιγμός, στης ζήσης μου κουβάρι
ήταν αριές αναστησιές, στην άρμη π’ αφεθήκαν…-
Εκεί, μελαψοδέματα, φερμάρω δυο αγόρια,
να περπατάν ξυπόλητα, στου πέλαγου την ούγια,
να ξαγναντέβουν στ' ανοιχτά, με μάτια τους πελώρια,
με τα μαλλιά σ' αναδεμή, απ' του σορόκου χούγια.
Την κανελιά, να παίρνουνε, τη σπιάντζα, να χτενίζουν,
χνάρια φιλέβοντάς τηνε, με ξύγυμνα ταμπάνια.
Κι άλλος, γύρω τους, κόσμος, πως δεν είναι, να νομίζουν,
και κλήρα έχουν, μόν' αυτά, σε ρήχης τα βιδάνια.
Γαλήνια, σέρπουν, θαλασσιές, σκορπίζοντας λεβάδα,
απάνω στη λιοφλόγιστη άμμο που στραφταλίζει,
κι απέ, με μιαν ανάσα τους, κάνουνε ρετιράδα,
και στέλνουν σκάρμη σε βυθό, οπού σταχτομπλαβίζει.
Μα, τα παιδιά δεν γνοιάζονται, που ο κοπός τους σβήνει,
και για λιανώματα, αχτή σαρώνουν, ξεβρασμένα,
αξία που 'χουνε όση, η φαντασιά τους δίνει,
και είν' πολυλογάριαστα, μ' όνειρα κεντρωμένα.
Περιμαζέβουν όστρακα, μεθύστρες και κοκίνες,
γυαλιστερές, καλόγνωμες, χάβαρα, πεταλίδες,
καραβωλάκια θωριαστά, μαρίτσες, μελογκίνες,
σταβρούς, καβούκια αχινιών, πορφύνες, στρουφιλίδες…
Καπάκια συμαζώνουνε, φελλούς από μποτίλιες,
κομμάτια, απ' το γυάλινο κορμί κάποιας κανάτας,
καφάδες μ' ώρια χρώματα, με γραδωσιά καβίλιες,
και μπάϊνες που ξεκόψαν, από πλεμάτια τράτας…
Των φουμαδόρων σύνεργα, απολησμονημένα,
κάποια κερκέλια μ' ένα-δυο μπρούτζινα ανοιγάρια,
συχνάτσες ξεσπριλιάρικες, κέρματα γιαρωμένα,
πούλια για τάβλισμα κι αχνά, μισοσβησμένα ζάρια…
Καδένες με τα γκόλφια τους, ασημοχρυσωμένες,
που βγήκαν και ξεχάστηκαν, προτού δυο μακροβούτια,
βέρες σ' αλουμινόχαρτο, ανάμελα κρυμμένες,
σκουλαρικάκια, φυλαχτά, χωστά σε σπιρτοκούτια…
Και σκούζουν, και χοροπηδούν, σαν βρουν καμιά φιγούρα,
καραμπινιέρου, πλαστική, ή και αλογατάρη.
Κι έχουν το νου τους, μη φανεί, στης άμμουδας μια σούρα,
μπουκάλι, που καιρό βαστά, το χάρτη για λογάρι…
Ή, μην εκεί, στ’ ακρόγιαλου κουμούλα, βρουν θαμμένα,
συντρίμια απ’ τ’ ακρόπρωρο, πνιγάρικης γαλέρας,
που είχε δράκου φοβερού, σουσούμια σκαλισμένα,
απάνω του, κι ήταν θωριά, μιας μοίρας ζερβοχέρας.
Μα, ρήγας ήλιος, γλήγορα, θα ξεκαβαλικέψει,
από τ' αμάξι του, κι απέ, θα γείρει σε κλινάρι,
κι η νύχτα θα χασμουρηθεί, έχοντας μπάτη κλέψει,
τη μυρωδιά τη δροσερή, κάτ’ απ’ ωριό φεγγάρι.
Οι ψαχουλοί οι πίτσικες, θα στρέψουν κουρασμένοι,
και θα 'χουνε τις φούχτες τους, τις τσέπες τους, γιομάτες,
κοχύλια, τζόγιες, βρεσιμιά, και θα 'ναι μπολιασμένοι,
με ξαφηγήσεις τσίλικες, μ' άρμη κι άμμο χορτάτες.
Κι όπως θα ξαλαργέβουνε, το βήμα τους τραβώντας,
θα ξαναγείρω, μυστικά, στ' αζάτου δρόσια άκρη,
απάνω απ’ τον ώμο μου, μ’ έγνοια συχνοκοιτώντας,
και στων ματιών μου, νοιώθοντας, τις άκρες, κάποιο δάκρυ…
Και, ίσως, το βραχιόνι μου, ν' απλώσω κει στο ράφι,
οπού 'ν' μποτίλια αδειανή, από καιρό πια σκάρτη,
κι απ' το σκριτόριο παίρνοντας, σκέδα, κλίφι που γράφει,
να πιάσω να σκιτσώνω για θησαβρό έναν χάρτη...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| | |
|
malkon64 10-06-2022 @ 16:54 | ΕΧΕΙΣ ΑΡΚΕΤΕΣ (ΔΥΣΚΟΛΕΣ) ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΟΦΕΙΛΩ ΝΑ ΟΜΟΛΟΓΗΣΩ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΕ ΜΕΝΑ . . .
ΓΙ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΣΧΟΛΙΟ . .
ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ! | | professorark 10-06-2022 @ 19:52 | Καλό βράδυ και καλό τριήμερο αγαπητέ malkon64.
Παραθέτω για διευκόλυνση το ακόλουθο γλωσσάρι:
Γλωσσάρι:
Κόστα = ακτή
Ζαλώνουμαι = φορτώνουμαι
Αζάτο = μπαλκόνι
Κανάκι = γλυκομίλημα
Παραφρή = ακρογιαλιά
Κυμάτι = κυματάκι
Ντελικάτο = χαριτωμένο
Περουτζένιος = γαλανός
Αχνάδα = αραιό συννεφάκι
Γαρμπόζο = όμορφο
Λόβερο = σκάφος τύπου lover
Νέτος = τέλειος, ολοκάθαρος
Μαγιά = άνοιξη
Χρίζω = χρωματίζω
Γαΐτα = είδος βάρκας με πανί
Πραγαλός = ήσυχος, ήρεμος
Βάλη = προστατευμένος όρμος
Λατίνι = είδος τριγωνικού πανιού για πλοία
Μεστό = φουσκωμένο
Συναλίζομαι = συναναστρέφομαι
Μαϊστράλι = δυνατός βοριοδυτικός άνεμος
Ριχτιμιό = μώλος
Θράσ(ι)ος = άχρηστος, άδικος
Ντόκος = μουράγιο, μέρος προσόρμισης πλοίων
Μπίντα = Δέστρα, πασαλοειδές σημείο πρόσδεσης
Πρυμάτσα = σχοινί πρόσδεσης πλοίου στην μπίντα
Τσαμαδούρα = σημαδούρα, ρομβοειδές σημάδι
Σταλικώνω = ξεχωρίζω, καθορίζω σύνορο
Μπενζίνα = βενζινάκατος, κρις-κράφτ
Βουτηχτής = κολυμβητής
Σύγιαλο = ακρογιαλιά
Αχνόπετσα = επιδερμίδα
Νέμτζος = Γερμανός
Φιαμέγκος = Φλαμανδός, Ολλανδός
Ζερβά = αριστερά
Βιγκλώ = βιγλίζω, εποπτεύω, παρατηρώ
Μαντράκι = μικρό λιμάνι, σκάλα
Έφκαιρος = αδειανός
Τιμονέβω = οδηγό
Δοιάκι = πηδάλιο
Κάβος = ακρωτήρι
Διχάλα = απόληξη με δύο άκρες
Διαφέρο = ενδιαφέρον
Φλάτο = πνοή, φύσημα
Θώρι = βλέμμα
Αμμούδα = αμμουδιά
Μανουβράρω = διευθύνω
Αναστησιά = νέα φυτεμένα δέντρα
Αριός = αραιός
Άρμη = αλμύρα
Μελαψοδέματος = μελαχρινός σε όλο το σώμα
Φερμάρω = βλέπω με προοσχή, παρατηρώ
Ούγια = η άκρη κάποιου πράγματος
Αναδεμή = αναστάτωση, ανακάτεμα λόγω ανέμου
Σορόκος = νοτιοανατολικός άνεμος
Χούγια = συνήθειες
Σπιάντζα = αμμουδιά
Ξύγυμνος = γυμνός
Ταμπάνια = πατούσες
Κλήρα = κληρονομιά
Ρήχη = άμπωτη, φυρονεριά
Βιδάνια = απομεινάρια
Σέρπω = γλιστρώ
Θαλασσιές = κύματα
Λεβάδα = γαλατερός αφρός
Λιοφλόγιστη = πυρωμένη, φλογισμένη απ’ τον ήλιο
Στραφταλίζω = λαμπυρίζω αραιά και που
Απέ = ύστερα, κατόπιν
Ρετιράδα = υποχώρηση
Σκάρμη = ίχνη
Κοπός = τα ίχνη
Λινώματα = μικροπράγματα
Φαντασιά = φαντασία
Πολυλογάριαστος = πολύτιμος
Κεντρωμένος = ο φέρων κένρωμα, μπόλι
Μεθύστρες, κοκίνες, γυαλιστερές, καλόγνωμες, χάβαρα, πεταλίδες = είδη οστράκων στην Ελλάδα.
Καραβωλάκια, μαρίτσες, μελογκίνες, πορφύνες, στρουφιλίδες = είδη κοχυλιών στην Ελλάδα.
Σταβρός = αστερίας
Αχινιός = αχινός
Καβούκι = ο πενατμερής εξωσκελετός του αχινού
Καφάδες = Βώλοι με καφασωτά χρώματα μέσα στο γυαλί
Καβίλιες = μικροί ξύλινοι ή πλαστικοί πείροι σύνδεσης
Γραδωσιά = γράδωση, αυλακιά
Μπάϊνες = κυλινδρικά σώματα από φελλό για να κρατόν το ακροδυχτο στην επιφάνεια
Πλεμάτια = δίχτυα
Τράτα = η γνωστή ψαρόβαρκα
Φουμαδόρος = καπνιστής
Κερκέλι = κρίκος
Ανοιγάρι = κλειδί
Συχνάτσες = χαρτονμίσματα
Ξεσπριλιάρικος = αποχρωματισμένος προς το λευκό
Γιαρωμενος = σκουριασμένος, μαυρισμένος περί χαλκού
Πούλι = πιόνι για τάβλι και ντάμα
Τάβλισμα = το να παίζει κάποιος τάβλι
Καδένα = αλυσίδα
Γκόλφι = εγκόλπιον, στολίδη του στήθους
Καραμπινιέρος = στρατιώτης με τουφέκι
Αλογατάρης = ιππέας, καβαλάρης (εδώ)
Άμμουδα = αμμουδιά
Σούρα = πτυχή
Λογάρι = θησαβρός
Κουμούλα = όγκωμα, λοφίσκος
Ακρόπρωρο = το στολίδι της πλώρης με μορφή ανθρώπόυ, ζώου ή δαίμονα (γοργόνας, κάπρου, δράκοντα, κλπ.)
Πνιγάρικος = κουρσάρικος, πειρατικός
Γαλέρα = ειδος παλαιού πλοίου
Σουσούμια = χαρακτηριστικά, ειδικα του προσώπου
Θωριά = όψη
Ζερβοχέρης = απαίσιος, δυσοίωνος
Κλινάρι = κρεβάτι
Ψαχουλοί = γυρεφ΄τές, γυρολόγοι
Πίτσικας = πιτσιρίκος, μικρός
Στρέφω = γυρίζω, επιστρέφω
Τζόγιες = πράγματα που βρίσκουμε και προξενούν χαρά
Βρεσιμιά= πράγματα που βρίκουμε
Μπολιασμένοι = κεντρωμένοι, εμβολιασμένοι όπως τα δέντρα
Ξαφήγηση = ιστορία
Τσίλικος = ολοκαίνουργιος
Ξαλαργέβω = απομακρύνομαι
Τραβώντας = σέρνωντας (εδώ από κούραση)
Δρόσιος = δροσερός
Βραχιόνι = το μπράτσο, και συνεκδοχικά το χέρι
Σκάρτη = άχρηστη
Σκριτόριο = γραφείο
Σκέδα = περγαμηνή
Κλιφι = κονδυλοφόρος
Σκιτσώνω = ζωγραφίζω, χαράζω σκίτσο με γραμμές
| | malkon64 10-06-2022 @ 20:13 | ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΠΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ! ! ! . . . | | malkon64 10-06-2022 @ 20:17 | σαν άρχιζε ξετυλιγμός, στης ζήσης μου κουβάρι
ήταν αριές αναστησιές, στην άρμη π’ αφεθήκαν…-=ΥΠΕΡΟΧΟ !!! . . !
ΟΛΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΟΥΣΙΟ ΣΟΥ ΛΕΞΗΛΟΓΙΟ ! ! @ . . . ! | | -Ειρήνη- 13-06-2022 @ 08:21 | Πληθωρικό, αναλυτικό και περιγραφικό παιδικών αναμνήσεων με νοσταλγική διάθεση στο τέλος... ανέμελα αγόρια, χαμένα στο παιχνίδι και τη φαντασία τους, ευτυχισμένα... το γλωσσάρι σου όντως βοηθητικό... | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|