| (Μέρος 1ο)
Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου κατεστραμμένα απ'την τρέλα, να λιμοκτονούν υστερικά, γυμνά, σέρνοντας στους νέγρικους δρόμους την αυγή ψάχνοντας για μια άγρια δόση. Αγγελόμορφοι hipsters να καίγονται για την πανάρχαια ουράνια σύνδεση στο αστρικό δυναμό του μηχανισμού τηςνύχτας. Που μέσα στη φτώχεια και τα κουρέλια τους.. μέσα στα κενά μάτια τους, φτιαγμένοι, ξενυχτούσαν καπνίζοντας μέσα στο μεταφυσικό σκοτάδι κρύων διαμερισμάτων, αιωρούμενοι πάνω στις κορυφές των πόλεων, αναλογιζόμενοι τη Jazz.
Αυτοί που κουβάλησαν τα μυαλά τους στον Παράδεισο και είδαν Μωαμεθανούς αγγέλους να παραπαίουν στις φωτισμένες οροφές φτηνών σπιτιών.
Αυτοί που πέρασαν από τα Πανεπιστήμια με λαμπερά μάτια έχοντας την ψευδαίσθηση του Arkansas και την τραγωδία του Μπλέηκ ανάμεσα στους λόγιους του πολέμου.
Αυτοί που αποβλήθηκαν από τις ακαδημίες λόγω τρέλας και έκδοσης άσεμνων ωδών στα παραθύρια του κρανίου.
Αυτοί που μαζεύτηκαν αξύριστοι σε δωμάτια φορώντας μόνο τα εσώρουχα τους, καίγοντας τα λεφτά τους σε κάδους σκουπιδιών και ακούγοντας τον τρόμο μέσα από τη μεσοτοιχία.
Αυτοί που συνελήφθησαν με τις τρίχες των γεννητικών τους οργάνων να επιστρέφουν μέσω του Laredo στη Νέα Υόρκη, μέσα σε μια ζώνη γεμάτη μαριχουάνα.
Αυτοί που κατάπιναν φλόγες σε βαμμένα ξενοδοχεία, ή μεθυσαν από το νέφτι στο σοκάκι του Παραδείσου, ή καθάριζαν τo σώμα τους κάθε νύχτα με όνειρα, ναρκωτικά, ζωντανούς εφιάλτες, αλκοόλ και πούτσο και ατέλειωτα αρχίδια...
Ασύγκριτα τυφλοί δρόμοι ανατριχιασμένα σύννεφα και αστραπή στο μυαλό, να πηδάει τους πόλους του Καναδά και του Paterson, φωτίζοντας όλο τον ακίνητο κόσμο του χρόνου που μεσολάβησε.
Στιβαρότητα των αιθουσών του Πεγιότ. Αυγή των νεκροταφείων με τα δέντρα της αυλής, μέθη απ'το κρασί πάνω από τις οροφές, Βιτρίνες των Δήμων στις βόλτες με τα φανάρια νέον να αναβοσβήνουν, Ήλιος και Φεγγάρι και κραδασμοί των δέντρων στα χειμωνιάτικα χαράματα του Brooklyn που φωνάζουν, αλαζονική στάχτη και ευγενές βασιλικό φώς του μυαλού.
Αυτοί που αλυσοδέθηκαν στις υπόγειες διαβάσεις για την ατέλειωτη βόλτα ως το Άγιο Βronx υπό την επίρροια Βενζεδρίνης, μέχρι που ο θόρυβος από τις ρόδες και τα παιδιά τους καταρράκωσαν,ανατριχιάζοντας στην ταλαιπωρία, την ζοφερή κακοποίηση του μυαλού, όλα αποστραγγισμένα από τη λάμψη στο θλιβερό φως του ζωολογικού κήπου.
Αυτοί που βύθισαν όλη τη νύχτα στο υποβρύχιο φως του Bickford, επέπλευσαν και κάθησαν μέσα στο απόγευμα της μπαγιάτικη μπύρας στην έρημο του Fugazzi, ακούγοντας τη ρωγμή του χαμού στο Jukebox του υδρογόνου.
Αυτοί που επί 70 ώρες μιλούσαν συνεχώς από το πάρκο στο bar στο Bellevue στο μουσείο στη γέφυρα του Brooklyn,
Ενα χαμένο τάγμα πλατωνικών λογάδων που πηδούσαν σκυφτοί από τις σκάλες κινδύνου, από περβάζια, από το Empire State εξω από το φεγγάρι, φλυαρώντας, ουρλιάζοντας, ξερνώντας, ψιθυρίζοντας γεγονότα και μνήμες και ανέκδοτα και χάρματα οφθαλμών και σοκαριστικά λόγια των νοσοκομείων και των φυλακών και των πολέμων,
Ολόκληρες διάννοιες πλημμυρισμένες σε ολική επαναφορά για επτά ημέρες και νύχτες με λαμπρά μάτια, κρέας για τη συναγωγική κάστα του πεζοδρομίου,
Αυτοί που εξαφανίστηκαν στο Ζέν του πουθενά στο New Jersey αφήνοντας πίσω τους ενα διφορούμενο μονοπάτι από κάρτ-ποστάλ που έδειχναν το δημαρχείο του Atlantic City,υποφέροντας από τις ανατολικές εφιδρώσεις και από τα αρθριτικά της Ταγγέρης και από ημικρανίες της Κίνας, περνώντας στερητικό σύνδρομο στο ζοφερό επιπλωμένο δωμάτιο στο Newark.
Αυτοί που περιπλανήθηκαν γύρω γύρω τα μεσάνυχτα, στο σταθμό των τρένων, αναρωτούμενοι που να πάνε και αναλογιζόμενοι που πήγαν, χωρίς να αφήσουν πίσω τους ραγισμένες καρδιές
Αυτοί που άναψαν τσιγάρα σε βαγόνια και βαγόνια και βαγόνια κι άλλα βαγόνια τρένων που με θόρυβο διέσχιζαν το χιόνι, πηγαίνοντας πρός τις μοναχικές φάρμες τη νύχτα,
Αυτοί που μελέτησαν τον Πλωτίνο, τον Ποε, τον Άγιο Ιωάννη, τηλεπάθεια και Καμπάλλα, επειδή το σύμπαν δονούνταν ενστικτοδώς κάτω από τα πόδια τους στο Kansas
Αυτοί που μοναχικοί βρέθηκαν στους δρόμους του Idaho αναζητώντας τους ινδιάνους Αγγέλους που οραματίστηκαν
Αυτοί που νόμισαν οτι τρελάθηκαν όταν η Βαλτιμόρη έλαμπε μέσα στην υπερφυσική έκσταση,
Αυτοί που μπήκαν σε λιμουζίνες με τον Κινέζο της Οklahoma , με την ώθηση της Χειμωνιάτικης βροχής του μεσονυχτίου και των φωτων του δρόμου στην μικρή πόλη,
Αυτοί που διέσχισαν πεινασμενοι και μοναχικοί το Ηοuston , ψάχνωντας για Jazz ή για Sex ή για να φάνε σούπα, και ακολούθησαν τον λαμπρό Ισπανό για να συζητήσουν για την Αμερική και την αιωνιότητα, για ενα αθεράπευτο έργο... και πήραν το καράβι που πάει στην Αφρική.
Αυτοί που εξαφανίστηκαν στα ηφαίστεια του Μεξικού, μην αφήνοντας τίποτα πίσω τους, παρά μόνο τη σκιά της σιλουέτας τους, και την κάμπια της Τεκίλας, και στάχτη της ποίησης διασκορπισμένη στο τζάκι του Σικάγο.
Αυτοί που επανεμφανίστηκαν στη Δυτική ακτή, στο μικροσκόπιο του FBI με γένεια και κοντά παντελόνια, με μεγάλα μάτια της ειρήνης, σέξυ μέ το σκούρο τους δέρμα, μοιράζοντας ακατανόητα φυλλάδια
Αυτοί που έκαναν τρύπες από τσιγάρα στα χέρια τους, διαμαρτυρόμενοι για τη ναρκωτική ομίχλη του καπνού του Καπιταλισμού
Αυτοί που μοίρασαν κομμουνιστικές μπροσούρες στη Union Square, κλαίγοντας και βγάζοντας τα ρούχα τους, ενώ οι σειρήνες του Los Alamos τους έκαναν να κλαψουρίζουν, σαν το φέρυ μπότ του Staten Island
Αυτοί που λύγισαν, κλαίγοντας, σε λευκά γυμναστήρια, γυμνοί και τρέμοντας μπροστά στη μηχανή άλλων σκελετών
Αυτοί που δάγκωσαν αστυνομικούς στο λαιμό και στρίγκλισαν με απόλαυση μέσα σε περιπολικά, μη διαπράττοντας κανένα έγκλημα, παρά μόνο την προσωπική τους άγρια παιδεραστεία και μέθη
Αυτοί που ούρλιαξαν πεσμένοι στα γόνατα στον υπόγειο σιδηρόδρομο και τους έσυραν από την οροφή, ενω ανέμιζαν τα γεννητικά τους όργανα και χειρόγραφα
Αυτοί που άφησαν άγιους μηχανόβιους να τους γαμήσουν απ'τον κώλο, και ούρλιαζαν από χαρά
Αυτοί που πίπωσαν και πιπώθηκαν από ανθρώπινα Σεραφείμ, ναύτες, χάδια του Ατλαντικού και έζησαν τον έρωτα της Καραϊβικής
Αυτοί που χόρευαν το πρωί και το απόγευμα σε κήπους με τριανταφυλλιές, στο γρασίδι των δημόσιων πάρκων και σε νεκροταφεία, σκορπίζοντας το σπέρμα τους ελεύθερα στον καθένα
Αυτοί που τους έπιανε λόξυγγας προσπαθώντας να γελάσουν, αλλά κατέληξαν με ενα αναφιλητό πίσω από ενα διαμέρισμα, μέσα στη Σάουνα, όταν ο ξανθός γυμνός Άγγελος, ήρθε να τους τρυπήσει με το σπαθί του.
Αυτοί που έχασαν τους εραστές τους από τις τρείς γριές μέγαιρες της μοίρας, την μονόφθαλμη μέγαιρα του ετεροφυλόφιλου δολλαρίου, την μονόφθαλμη μέγαιρα που εξαφανίζεται από τη μήτρα, και τη μονόφθαλμη μέγαιρα που δεν κάνει τίποτα άλλο πέρα από το να κάθεται και να κόβει τις πνευματικές χρυσές χορδές του αργαλειού του τεχνίτη
Αυτοί που συνευρίσκονταν εκστατικά και ακόρεστα και έπεφταν από το κρεββάτι, και συνέχισαν να συνευρίσκονται στο πάτωμα και στον διάδρομο και κατέληξαν να λιποθυμούν ακουμπισμένοι στον τοίχο με το όραμα του απόλυτου μουνιού και να έρχονται διαφεύγοντας από την τελευταία ρανίδα συνείδησης
Αυτοί που γλύκαναν τα “θέλω” ενός εκατομμυρίου κοριτσιών, τρέμοντας στο ηλιοβασίλεμα και ξυπνούσαν το πρωι με κοκκινισμένα μάτια, αλλά ήταν έτοιμοι να γλυκάνουν και να αρπάξουν την αυγή του Ήλιου, δείχνοντας τον κώλο τους κάτω από αχυρώνες και κολυμπώντας γυμνοί στις λίμνες.
Αυτοί που βγήκαν εξω εκπορνευόμενοι διασχίζοντας το Colorado με μυριάδες κλεμμένα αυτοκίνητα της νύχτας... N.C. τα αρχικά του. Ο μυστικός ήρωας αυτών των ποιημάτων, ερωτικός σύντροφος και Άδωνις του Denver... Χαρά με την ανάμνηση των αμέτρητων συνευρέσεών του με κορίτσια σε άδεια Πάρκινγκ και στις πίσω αυλές εστιατορίων, σε ξεχαρβαλωμένα σινεμά, σε βουνοκορφές, σε σπηλιές... ή με λεπτεπίλεπτες σερβιτόρες με τα μεσοφόρια τους σε γνώριμους δρόμους, και ειδικά σε μυστικά πρατήρια βενζίνης και σοκάκια στην γενέτειρα πόλη τους.
Αυτοί που αργόσβηναν παρακολουθώντας μεγάλες και χαμερπείς ταινίες, που μεταμορφώνονταν σε όνειρα, που ξύπνησαν σε ενα ξαφνικό Manhattan και ξεκούνησαν από τα υπόγεια ζαλισμένοι με τους άκαρδους τρόμους των μεταλλικών ονείρων της τρίτης λεωφόρου και τράβηξαν παραπατώντας για τα γραφεία ανεργίας.
Αυτοί που περπάτησαν όλη τη νύχτα με τα παπούτσια τους γεμάτα αίμα στις χιονισμένες προκυμαίες, περιμένοντας μια πόρτα στα ανατολικά του ποταμού να ανοίξει γεμάτη με ζεστούς υδρατμούς και όπιο.
Αυτοί που έφτιαξαν σπουδαία αυτοκτονικά δράματα στις όχθες του ποταμού Hudson, κάτω από τους μπλέ προβολείς του φεγγαριού εν καιρώ πολέμου και τα κεφάλια τους θα φορούσαν το δάφνινο στέμμα της λήθης.
Αυτοί που έφαγαν το αρνί από την κατσαρόλα της φαντασίας ή χώνεψαν το καβούρι στο λασπωμένο βυθό των ποταμών με τα δέντρα.
Αυτοί που έκλαψαν με τη ρομαντικότητα των δρόμων, με τα καροτσάκια του Super Market γεμάτα με κρεμμύδια και κακή μουσική.
Αυτοί που έκατσαν πάνω σε κουτιά, εισπνέοντας το σκοτάδι κάτω από τη γέφυρα, και ξεσηκώθηκαν για να κατασκευάσουν αρπίχορδα πιάνα στις σοφίτες τους
Αυτοί που τους έπιασε βήχας στον έκτο όροφο του Harlem, στεφανωμένοι με φλόγες κάτω από εναν φυματικό ουρανό, περιτριγυρισμένοι από τα πορτοκαλί κιβώτια της Θεολογίας
Αυτοί που έγραφαν όλη νύχτα, ροκεντρολάροντας ευγενή ξόρκια, που στο κιτρινισμένο πρωινό φάνταζαν στροφές από ασυναρτησίες
Αυτοί που μαγείρεψαν σαπισμένα πνευμόνια, καρδιές, πόδια, ουρές ζώων, ονειρευόμενοι την καθαρότητα του φυτικού βασιλείου
Αυτοί που χώθηκαν κάτω από φορτηγά κρεάτων, ψάχνοντας μόνο για ενα αυγό
Αυτοί που πέταξαν τα ρολόγια τους από την ταράτσα για να ψηφίσουν μια αιωνιότητα έξω από χρόνο και που τα ξυπνητήρια έπεφταν πάνω στο κεφάλι τους καθημερινά την επόμενη δεκαετία.
Αυτοί που έκοψαν τις φλέβες τους τρείς φορές διαδοχικά και ανεπιτυχώς, τα παράτησαν και αναγκάστηκαν να ανοίξουν μαγαζιά με αντίκες, όπου σκέφτονταν πως γερνάνε και έκλαιγαν.
Αυτοί που κάηκαν ζωντανοί φορώντας αθώες φανέλες στη λεωφώρο Madison, ανάμεσα σε εκρήξεις βαρέων στίχων και το ποδοβολητό των σιδερένιων συνταγμάτων της μόδας και τις εκρηκτικές κραυγές νιτρογλυκερίνης των νεράϊδων της διαφήμισης και το θανατηφόρο αέριο απαίσιων έξυπνων συντακτών, ή τους χτύπησαν τα μεθυσμένα ταξί της απόλυτης πραγματικότητας.
Αυτοί που πήδηξαν από τη γέφυρα του Brooklyn και έφυγαν περπατώντας άγνωστοι και ξεχασμένοι πρός τη ζάλη της σούπας των σοκακιών της Chinatown και των πυροσβεστικών οχημάτων, χωρίς να γευτούνε ούτε μια δωρεάν μπύρα.
Αυτοί που απελπισμένοι τραγουδούσαν εξω από τα παράθυρά τους, έπεσαν έξω από το παράθυρο του τρένου, πήδηξαν στη βρωμερή γειτονιά των αράπηδων, έκλαιγαν στο δρόμο, χόρευαν ξυπόλητοι πάνω σε σπασμένα μπουκάλια κρασιού, έσπασαν τους δίσκους του φωνόγραφου που ήταν γεμάτοι με τη νοσταλγική Γερμανική Jazz της δεκαετίας του '30, ήπιαν όλο το ουίσκυ και ξέρασαν βογγώντας στη ματωμένη τουαλέτα, άκουγαν φωνές και τεράστιες σφυρίχτρες ατμού στα αυτιά τους.
Αυτοί που κύλησαν στους αυτοκινητόδρομους του παρελθόντος ταξιδεύοντας στο Γολγοθά των πουσαρισμένων αμαξιών τους και τη μοναξιά της φυλακής τους, βλέποντας την ενσάρκωση της Jazz του Birmingham
Αυτοί που οδήγησαν στην επαρχία για 72 ώρες για να μάθουν αν είχα κάποιο όραμα, ή είχες εσυ κάποιο όραμα, ή είχε αυτός κάποιο όραμα, για να βρούν τελικά την αιωνιότητα...
Αυτοί που ταξίδεψαν στο Denver, που πέθαναν στο Denver, που επέστρεψαν στο Denver και περίμεναν άδικα, που έβλεπαν πάνω από το Denver και απαισιόδοξοι και μοναχικοί στο Denver και τελικά έφυγαν μακριά για να ανακαλύψουν τον χρόνο, και τώρα το Denver είναι μοναχικό και άδειο από τους ήρωές του.
Αυτοί που έπεσαν στα γόνατά τους μέσα σε απελπισμένους καθεδρικούς ναούς, προσευχόμενοι για τη λύτρωσή τους και για ιερό φως, μέχρι που η ψυχή φωταγώγησε τα μαλλιά της για ενα δευτερόλεπτο.
Αυτοί που βασάνισαν τα μυαλά τους μέσα στην φυλακή περιμένοντας για απίστευτους εγκληματίες με χρυσά κεφάλια και την χάρη της πραγματικότητας που κουβαλούσαν μέσα στις καρδιές τους που τραγούδησαν γλυκά blues στο Alcatraz
Αυτοί που αποσύρθηκαν στο Μεξικό για να καλλιεργήσουν μια συνήθεια, ή στα βουνά για να προσφέρουν τον εαυτό τους στον Βούδα, ή στην Ταγγέρη για να προσφέρουν τον εαυτό τους σε αγόρια, ή στον Νότιο Ειρηνικό για να προσφέρουν τον εαυτό τους στην μαύρη ατμομηχανή ή στο Harvard για να προσφέρουν τον εαυτό τους σε Νάρκισσους ή στον τάφο.
Αυτοί που απαίτησαν υγιή εφαρμογή της λογικής, κατηγορώντας το ραδιόφωνο του υπνωτισμού και απόμειναν με την παραφροσύνη τους και τα χέρια τους και κρεμασμένους ενόρκους
Αυτοί που πέταξαν πατατοσαλάτα στους λέκτορες του Ντανταϊσμού, στο κολλέγιο της Νέας Υόρκης, και αργότερα παρουσιάστηκαν στα γρανιτένια σκαλοπάτια του τρελοκομείου με ξυρισμένα κεφάλια και γελοίες ομιλίες περί αυτοκτονίας, απαιτώντας άμεση στιγμιαία λοβοτομή, και αντ'αυτού τους δώθηκε το στιβαρό κενό του Ηλεκτροσόκ, της υδροθεραπείας, της εργασιοθεραπείας, του ping pong και της αμνησίας
Αυτοί που σε ένδειξη διαμαρτυρίας ανέτρεψαν μόνο ένα συμβολικό τραπέζι του ping pong, αναπαυόμενοι εν συντομία σε κατατονία,επιστρέφοντας χρόνια αργότερα εντελώς φαλακροί, φορώντας μια περούκα αίματος, και τα δάκρυα και τα δάχτυλα, στην ορατή του τρελού μοίρα των θαλάμων των τρελών πόλεων της Ανατολής. Στους διαδρόμους των ψυχιατρείων του Pilgrim State του Rockland και του Greystone, διαφωνόντας με τους απόηχους της ψυχής, ροκεντρολάροντας στη μοναξιά του μεσονυχτίου στο βασίλειο της αγάπης, του ονείρου της ζωής, του εφιάλτη των σωμάτων που έγιναν πέτρα βαριά σαν το φεγγάρι
Με τη μητέρα ***** τελικά, και το τελευταίο φανταστικό βιβλίο πεταμένο έξω από το παράθυρο του οικήματος, και την τελευταία πόρτα κλειστή στις 4 το πρωί και το τελευταία τηλέφωνο καρφωμένο στον τοίχο και ως απάντηση και το τελευταίο επιπλωμένο δωμάτιο αδειασμένο μέχρι το τελευταίο κομμάτι της ψυχής, ενα κίτρινο χαρτί τσαλακωμένο και κρεμασμένο από μια κρεμάστρα στη ντουλάπα, και ακόμα και αυτό το φαντασιακό τίποτα να μην είναι τίποτα παρά ενα μικρό ελπιδοφόρο κομμάτι μιας παραίσθησης
Ω Κάρλ... όσο εσυ δεν είσαι ασφαλής, δεν είμαι ούτε εγω, και τώρα βρίσκεσαι στην πραγματικά ζωώδη σούπα του χρόνου...
Και αυτοί λοιπόν που έτρεξαν μέσα στους παγωμένους δρόμους, έχοντας πάθει εμμονή με μια ξαφνική αναλαμπή της Αλχημείας, της χρήσης της έκλειψης, του καταλόγου, του μέτρου και του δονούμενου αεροπλάνου..
Αυτοί που ονειρεύτηκαν και ενσάρκωσαν κενά στο χρόνο και το χώρο μέσα από αντικρουόμενες εικόνες, και εγκλώβισαν τον Αρχάγγελο της ψυχής ανάμεσα σε δυο οπτικές εικόνες και πήραν μέρος σε στοιχειώδη ρήματα και ρύθμισαν το ουσιαστικό και την παύλα της συνείδησης μαζί, πηδώντας με την αίσθηση του Αιώνιου πατέρα
Αυτός, να αναδημιουργήσει τη σύνταξη και το μέτρο φτωχής ανθρώπινης πρόζας και να σταθεί μπροστά σου άφωνος και ευφυής και τρέμοντας από ντροπή, έχοντας απορριφθεί, αλλά ομολογώντας την ψυχή να συμβιβαστεί με τον ρυθμό της σκέψης στο ατέλειωτο γυμνό μυαλό του... ο ρυθμός του τρελού αλήτη και αγγέλου, άγνωστου... γράφοντας εδω τι θα μπορούσε να ειπωθεί στο χρόνο μετά τον θάνατο
Και σηκώθηκε ενσαρκωμένος φορώντας τα ρούχα του φαντάσματος της Jazz στη χρυσή σκιά της μπάντας και φύσηξε τον πόνο για αγάπη του γυμνού μυαλού της Αμερικής, με ενα σαξόφωνο να σιγοκλαίει "Ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί", που έκανε τις πόλεις να τρέμουν, μέχρι και το τελευταίο ραδιόφωνο
Με σφαγμένη και βγαλμένη την καρδιά του ποιήματος από τα σώματά τους, που αρκούσε για να φάνε χίλια χρόνια.
(Μετάφραση & Απόδοση: Δημήτρης Παπαδάκης)
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|