|
| Τα μάτια που χορταίνουν/οδηγίες χρήσης | | | ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΧΟΡΤΑΙΝΟΥΝ
Είχε έρθει το βράδυ επομένως πλησίαζε η ώρα του δείπνου. Πλησίασε κι αυτός σε μια τζαμαρία ενός εστιατορίου και κατά την προσφιλή του συνήθεια άρχισε από μέσα του να παραγγέλνει ξεκινώντας από τα ορεκτικά. Και πιπεριές και κολοκυθάκια είναι πλεονεξία, σκέφτηκε σε μια στιγμή. Μόνο πιπεριές, κατέληξε. Για κυρίως, αυτό που τρώει λαίμαργα ο κύριος στο πρώτο από αριστερά τραπέζι. Ωραίο φαίνεται.
Το επιδόρπιο τον βασάνισε για αρκετή ώρα. Η ματιά του ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στο γιαούρτι με μέλι που έτρωγε η κυρία στο δεύτερο τραπέζι δεξιά και φαινόταν νόστιμο γιατί εκείνη τη στιγμή η κυρία έγλειφε το κουτάλι με μανία, σαν να είχε βαλθεί να το καθαρίσει με τη γλώσσα αλλά ταυτόχρονα ζαχάρωνε και το παγωτό καϊμάκι με τη γενναία δόση από σιρόπι βατόμουρο που μασούλαγε ο άκεφος πιτσιρικάς στη γωνία.
Αφού δεν κατέληξε σε κάποια απόφαση σκέφτηκε πως θα επιλέξει την τελευταία στιγμή. Όταν έρθει η ώρα για το επιδόρπιο θα ξεφουρνίσει το πρώτο που θα του έρθει στο μυαλό.
Κοίταζε τα πιρούνια που είχαν πάρει φωτιά, τα στόματα που άνοιγαν σαν καταπακτές, τα στομάχια που φανταζόταν πως θα δουλεύουν στο φουλ. Και να φανταστείς ότι όλοι αυτοί είναι θύματα της κρίσης, ψέλλισε.
«Αν τους ρωτήσεις ζουν μες στη στέρηση, με δυσκολία τα βγάζουν πέρα. Η γκρίνια αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς τους. Φόροι. Λογαριασμοί. Δόσεις. Ως πού θα πάει αυτό; Ψωμολυσσάμε», είχε ακούσει κάποτε έναν περαστικό να λέει μιλώντας στο i-phone του.
Ψωμολυσσάμε. Που θα πει έχουμε λύσσα για ψωμί.
Ίσως να κάνω και λάθος, σκέφτηκε και να κολάζομαι άδικα αλλά ο εν λόγω περαστικός κρατούσε στο άλλο του χέρι μια γκουμούτσα να, μια τυρόπιτα και μια μικρή σακούλα από φούρνο μέσα από την οποία εξείχαν δυο μακριές φραντζόλες ψωμί.
Δεν λέω, συνέχισε τη σκέψη του, μπορεί να το αξίζει ο άνθρωπος, τι «μπορεί» δηλαδή, σίγουρα το αξίζει και μπράβο του, δούλεψε, δουλεύει ή αν όχι τότε σίγουρα με κάποιον τίμιο τρόπο εξασφάλισε το ψωμί του.
Αλλά προς τι το «ψωμολυσσάμε»; Ας έλεγε «ψωμολυσσάτε» ή «ψωμολυσσάνε» ή ας έριχνε μια ματιά σε μένα που στεκόμουν ανήμπορος και νηστικός τρεις ή τέσσερις μέρες, ήμουν εκεί, κάτω στο έδαφος, καθιστός με το χέρι απλωμένο και μια θεόρατη ντροπή καθρεφτισμένη στο βλέμμα μου και ας έλεγε «μόλις πέρασα δίπλα από κάποιον που ψωμολυσσάει».
Όχι πρώτο πληθυντικό όμως. Πότε έχασαν άραγε τόσο πολύ οι λέξεις το νόημά τους; Πότε απέκτησαν μια τόσο υποκειμενική, παράλογη σημασία; Δεν έχω ταξικό μίσος, σκέφτηκε, ούτε πρεσβεύω τον ταξικό πόλεμο. Ελπίζω μόνο. Ελπίζω στην αποκατάσταση της έννοιας των λέξεων. Και στην αγάπη. Και στην αλληλεγγύη.
Ξαφνικά θυμήθηκε έναν από τους τελευταίους στίχους της αγαπημένης του ποιήτριας, της Κατερίνας Γώγου: «Όποιος δεν έχει τίποτα μονάχα αυτός ξέρει το τίποτα. Καμιά κουβέντα από κανέναν άλλο».
Ζήτησε συγνώμη για την πικρία του απ' όσους βρίσκονταν εκείνη την ώρα στην προετοιμασία για το βραδινό τους αλλά κι απ' όσους βρίσκονταν στη διαδικασία της χώνεψης.
Το δικαίωμα στο φαγητό είναι ιερό για όλους. Και η στέρησή του η μεγαλύτερη, η πιο απάνθρωπη βαναυσότητα. Χειρότερη από τον εν ψυχρώ θάνατο. Κι αυτός δικαιούταν να το γνωρίζει καλά.
Τελικά θα πάρω γιαούρτι με μέλι για επιδόρπιο, σκέφτηκε στο τέλος.
Είναι χειμώνας, ας μην πάω γυρεύοντας με το παγωτό.
Για λίγο στάθηκε κι έκλεισε τα μάτια. Ονειρεύτηκε φευγαλέα τον εαυτό του μέσα στο εστιατόριο να κάθεται σε μια καρέκλα με άφθονα φαγώσιμα στο τραπέζι μπροστά του. Και κάποιον άλλο να βρίσκεται στη θέση που είναι εκείνος τώρα. Κάποιος άλλος έξω στο δρόμο να κοιτάζει από την τζαμαρία.
Ο εαυτός του πελάτης. Και κάποιος άλλος να είναι αυτός που να μην έχει τίποτα.
Εκείνος που να ξέρει το τίποτα.
Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Η ώρα ήταν περασμένη. Του φάνηκε ότι είχε έρθει η στιγμή να πηγαίνει. Το δείπνο του ολοκληρώθηκε επιτυχημένα κι απόψε με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε να χορταίνει.
Με τα μάτια.
ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ
Ο γείτονάς μου ο κύριος Σοφοκλής έχει μια περίεργη σχέση με τη γυναίκα του. Δεν τον έχω δει ποτέ να την αφήνει από το χέρι. Όταν τύχει να πλησιάσουμε κοντά στο δρόμο εκείνος βάζει το χέρι του στο σβέρκο της, σαν να της κάνει απαλό μασάζ; κι εκείνη αμέσως σκύβει το βλέμμα της.
Λέμε ένα ξερό «καλησπέρα» ακόμη κι αν είναι μέρα κι απομακρυνόμαστε το ταχύτερο δυνατό.
Τη φωνή της γυναίκας του δεν την έχω ακούσει ποτέ αλλά μάλλον δεν είμαι ο μοναδικός. Το ίδιο μου έχει πει κι όποιος γείτονας έχει μιλήσει μαζί μου, σε σημείο δηλαδή που αναρωτιόμαστε αν κι ο κύριος Σοφοκλής την έχει ακούσει ποτέ να αρθρώνει έστω και μία λέξη.
Την περίπτωση της κωφαλαλίας την αποκλείσαμε αρκετά σύντομα καθώς σχεδόν όλοι τους έχουμε δει να περπατούν στη γειτονιά, εκείνος να της μιλάει, να της ψιθυρίζει κάτι στο αυτί κι αυτή να κάνει ένα θετικό νεύμα ή να δείχνει σαν να του μιλάει; ή... κάπως να συνεννοούνται τέλος πάντων.
Δεν είμαι κουτσομπόλης και δεν μου αρέσει να χώνω τη μύτη μου στις ζωές των άλλων. Ορκίζομαι ότι θα έπαυα να ασχολούμαι με το θέμα αν την άκουγα να λέει έστω μία λέξη. Όσο αυτό δε γίνεται, η περιέργειά μου αγγίζει νέα επίπεδα.
Το πρόσωπό της πάλι άλλο μυστήριο. Κάθε φέτος και καλύτερα! Πορσελάνη.
Έχω πολλές φίλες που κάνουν bottox, κούρα ομορφιάς, βοτανοθεραπείες, spa, κρεμοθεραπείες ή επικλήσεις και παρακάλια στο θεό λόγω έλλειψης χρημάτων και τέτοια αποτελέσματα δεν έχουν δει ούτε στον ύπνο τους.
Η γυναίκα του κυρίου Σοφοκλή έχει τον ορισμό του αλαβάστρινου δέρματος. Δεν ξέρω τι συμφωνία έχει κάνει με τις ρυτίδες και δεν την πλησιάζουν αλλά αρχίζω και υποπτεύομαι ότι έχει πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο.
Τι άλλο να σκεφτώ...
Τα μάτια της έχουν ένα γαλάζιο χρώμα που σε μαγνητίζει. Βέβαια τις περισσότερες φορές φοράει γυαλιά ηλίου αλλά μια-δυο φορές κατά τύχη την πρόλαβα λίγο πριν τα φορέσει ενώ τα κρατούσε στο χέρι της. Στο τσακ δηλαδή.
Υπέροχα μάτια. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια μάτια σε ανθρώπινο πλάσμα. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Βλέποντάς τα μου γεννήθηκε η σκέψη πως θα χαίρεται κι η ίδια το προνόμιο της όρασης με τέτοια μάτια.
Και πάλι όμως ακόμα και μετά απ' όλα αυτά δεν μπορείς να την πεις ερωτεύσιμη. Έχει μια παγωμάρα, μια ψυχρότητα στον τρόπο που κινείται, που περπατάει, δεν μιλάει σε κανέναν, όμως ακόμα κι αυτός ο τρόπος της θαρρείς πως έχει μια επιτήδευση ώστε να μην περνάει απαρατήρητη, να σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι πως είναι εκεί απλά δεν σου δίνει σημασία.
Όχι, είμαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται για συστολή αλλά για επιτηδευμένη απάθεια. Δεν ξέρω ρε γαμώτο, λες να πέφτω τόσο έξω; Δε νομίζω πως είναι νωρίς για συμπεράσματα, κλείνουν τώρα περίπου τρία χρόνια από τότε που το παράξενο αυτό ζευγάρι ήρθε στη γειτονιά μας.
Τον κύριο Σοφοκλή δεν τον λες και τέρας επικοινωνίας ή εσωστρέφειας αλλά όσο να 'ναι ξέρουμε πέντε-δέκα πράγματα γι' αυτόν. Συνταξιούχος εκπαιδευτικός (φιλόλογος για την ακρίβεια) με καταγωγή από την Λάρισα. Λατρεύει τους αρχαίους τραγικούς. Κατακρίνει με κάθε ευκαιρία το σύγχρονο, σαθρό όπως το λέει εκπαιδευτικό οικοδόμημα. Πέντε-δέκα πράγματα είπα ότι ξέρουμε γι' αυτόν; Καλά μπορεί να 'ναι και...αρκετά λιγότερα.
Όταν η συζήτηση φτάνει στη σύζυγό του κόβει τον βήχα σε όποιον τον ρωτήσει λέγοντας «είμαστε πολύ καλά, ευχαριστούμε, εύχομαι σε όλους να βρείτε μια σύζυγο σαν τη δική μου, πιστέψτε με, είναι η ιδανική, δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο περί των προσωπικών μου», ένα ποιηματάκι που εκφωνεί ολόκληρο σχεδόν με μια ανάσα κάθε φορά λες και πατάς το play σε μια κασσέτα που έχει κρυμμένη κάτω από τη γλώσσα του.
Δυο-τρεις φορές μάλιστα αναρωτήθηκα πώς να είναι η σύζυγός του στο κρεβάτι και σκέφτηκα ότι πολύ θα ήθελα να ήμουν μπροστά σε κάποια ερωτική τους συνεύρεση για να δω πώς συνεννοούνται αυτοί οι δύο άνθρωποι μεταξύ τους.
Ήταν μια σκέψη που εγκατέλειψα σύντομα γιατί η περιέργειά μου μετατράπηκε σε αηδία.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε αυτό το αίσθημα αλλά ένιωσα πως θα βρισκόμουν μπροστά σε μια σκηνή νεκροφιλίας κι όχι σε μια σκηνή γραφικότητας, όπως η αρχική μου επιθυμία με είχε κάνει να πιστέψω.
Ένα άλλο παράξενο πράγμα για το οποίο μάλιστα στοιχηματίζαμε χωρίς να μπορούμε να βρούμε νικητή καθώς δεν μπορούσαμε να βγάλουμε άκρη οι γείτονες μεταξύ μας ήταν το διαφορετικό όνομα που μας έλεγε ο κύριος Σοφοκλής για τη σύζυγό του.
Σχεδόν κάθε τρεις μέρες της άλλαζε όνομα. Αυτό που στοιχηματίζαμε ήταν αν το έκανε για κάποιο αστείο που εμείς ήμασταν ανίκανοι να αντιληφθούμε ή από επιλεκτικό αλτσχάιμερ. Το λέγαμε επιλεκτικό επειδή όλα τα άλλα που μας έλεγε δεν άλλαζαν και είχαν κάποια λογική, έβγαζαν τέλος πάντων κάποιο νόημα.
Τα στοιχήματα πάντως ζύγιαζαν περισσότερο προς το ότι το έκανε για αστείο, και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Γιατί τι άκρη να βγάλεις από κάποιον που σου έλεγε τη μια μέρα «πήγα με τη σύζυγό μου την Ηλέκτρα στο τάδε μέρος» και μια-δυο μέρες μετά «το καλοκαίρι σκεφτόμαστε να πάμε στο χωριό με τη γυναίκα μου την Περσεφόνη».
Κάποιος γείτονας του είπε μια φορά «κύριε Σοφοκλή, μήπως είσαι δίγαμος, Ηλέκτρα δε μου είπες ότι τη λένε τη γυναίκα σου, γιατί της αλλάζεις το όνομα κάθε λίγο;»και τον έβγαλε κουφό τον άνθρωπο.
« Αν δεν είσαι απλώς σαλεμένος δηλαδή» συμπλήρωσε ο κύριος Σοφοκλής κάνοντας τον συνομιλητή του που τόλμησε να τον αμφισβητήσει να καταπιεί τη γλώσσα του.
Οι υπόλοιποι που έτυχε να είμαστε παρόντες στο περιστατικό κοιταχτήκαμε άναυδοι και συμφωνήσαμε όλοι σιωπηλά σε ένα πράγμα. Ότι δεν έχει κανένα νόημα να ρωτάς τον κύριο Σοφοκλή κάτι που ο ίδιος έχει αποφασίσει να μη σου πει.
«Αν τον λένε και τον ίδιο Σοφοκλή δηλαδή», όπως είπε μια μέρα κι ο ένοικος του πρώτου μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
Ο κύριος Σοφοκλής έμενε στον έκτο, ρετιρέ και ποτέ δεν δεχόταν επισκέψεις.
Μα ένας άνθρωπος από τη Λάρισα τον τόπο καταγωγής του να μην έχει έρθει ποτέ να τον δει, έναν φίλο να μην έχει, αναρωτιόμασταν συχνά.
Εννοείται πως κι εμείς αν τύχαινε να τον επισκεπτούμε για κάτι καθόμασταν ελάχιστα ενώ η γυναίκα του ήταν όπως μας έλεγε ο ίδιος πάντα απασχολημένη.
Κοιμάται, είναι αδιάθετη, λείπει για εξωτερικές δουλειές, οι τρεις στάνταρ απαντήσεις. Όποια απάντηση κι αν επέλεγε στο τέλος πάντα δεν παρέλειπε να μας στείλει και τα χαιρετίσματα της γυναίκας του.
« Σας το είπε η ίδια, μιλάει δηλαδή;» είχα σκεφτεί να τον ρωτήσω μια φορά που είχα πάει για να εισπράξω τα κοινόχρηστα αλλά δεν τον κοντράρισα καθώς σκέφτηκα ότι με κάποιον τρόπο θα με έκανε να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί όπως τον ταλαίπωρο ανθρωπάκο που τόλμησε να τον ρωτήσει για το όνομα της γυναίκας του.
Δευτέρα 5/12, 4 η ώρα π.μ. Μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Τότε γιατί καταγράφω τις σκέψεις μου αντί να τις δείξω οπτικοποιημένες; Γιατί αυτό που συνέβη είναι κωμικοτραγικό. Αυτό που συνέβη απόψε είναι... Δεν ξέρω. Τραγικό. Όχι. Κωμικό. Όσο περνούν οι ώρες και το σκέφτομαι τόσο περισσότερο μπερδεύομαι. Δεν ξέρω τι βαραίνει μέσα στο μυαλό μου πιο πολύ, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω. κωμικό;
Ναι, γελάς ως ένα σημείο αλλά με ένα γέλιο πικρό όπως κάνεις όταν προσπαθείς να ξορκίσεις ένα άσχημο γεγονός. Σαν να είσαι σε μια κηδεία (διπλή, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι στην προκειμένη περίπτωση) και να σκέφτεσαι κάποιο αστείο που σου έλεγε ο εκλιπών ίσα για να μειδιάσεις και να αποφορτιστεί το κλίμα.
Σήμερα το βράδυ ήταν η πρώτη (και η τελευταία) φορά που ακούστηκαν φωνές από το ήσυχο διαμέρισμα του έκτου. Ο κύριος Σοφοκλής ήταν έξαλλος, φώναζε, έβριζε, απειλούσε θεούς και δαίμονες. Πρέπει να ακούστηκαν και έξι-εφτά σπασίματα αντικειμένων.
Μαζευτήκαμε στον τρίτο στην αρχή και κάναμε πλάκα όταν τα πράγματα ήταν πιο ήρεμα πως ίσως να άκουσε ξαφνικά μετά από χρόνια τη φωνή της γυναίκας του και να τρόμαξε. Όταν τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν ξεκινήσαμε να περιδιαβαίνουμε αναστατωμένοι τους ορόφους με τις σκάλες λες και τα βήματά μας θα σταματούσαν τον καβγά.
Μετά από ένα αργόσυρτο «βούλωστοοοο» κι ένα «σκάσε πορνίδιο»ακολούθησε μια παρατεταμένη σιωπή ενώ βρεθήκαμε όλοι οι ένοικοι ακαριαία στον έκτο έξω από το διαμέρισμα του κυρίου Σοφοκλή.
Ο Σπύρος ο λογιστής του πέμπτου ανέβηκε για μια στιγμή στην ταράτσα και κατεβαίνοντας μας ενημέρωσε πως όλες οι γύρω πολυκατοικίες είχαν βγει στα μπαλκόνια και στο δρόμο και περίμεναν την εξέλιξη του '' show''.
« Δεν έχει και τίποτα ενδιαφέρον η τηλεόραση, κάνει και κρύο για έξω, εμείς θα προσφέρουμε το θέαμα της βραδιάς στη γειτονιά>>, συμπλήρωσε σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να διασκεδάσει την αγωνία μας.
Ξαφνικά μέσα από το διαμέρισμα ακούστηκε ο ήχος ενός κινητού. Ένα δευτερόλεπτο μετά ακούσαμε και τον ήχο της εκσφενδόνισής του σε κάποιο τοίχο και του σπασίματός του κατά την προσγείωσή του στο πάτωμα.
Η Έφη από τον δεύτερο ασυναίσθητα πάτησε το κουδούνι του κυρίου Σοφοκλή. Όλοι κοιταχτήκαμε για λίγο άφωνοι και αποφασίσαμε πως έπρεπε να συνεχίσουμε να χτυπάμε. Αυτή τη φορά χτύπησα εγώ ως διαχειριστής. Μία, δύο, τρεις...
Στην τέταρτη φορά ο ήχος της εκπυρσοκρότησης ενός όπλου μας πάγωσε το αίμα. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου και κάλεσα την αστυνομία. Μετά από περίπου είκοσι λεπτά η αστυνομία μπήκε μέσα στο διαμέρισμα παραβιάζοντας την κλειδαριά.
Βρήκαν τον κύριο Σοφοκλή νεκρό περικυκλωμένο από μια λίμνη αίματος. Η σφαίρα είχε περιχαρακώσει την καρδιά του. Εκεί είχε στοχεύσει ο κύριος Σοφοκλής.
Δίπλα του ή σύζυγός του η ''Ηλέκτρα'' ή ''Περσεφόνη'' ή όπως αλλιώς την έλεγε ο ίδιος.
Το πρόσωπό της σπασμένο και ξεκολλημένο από το υπόλοιπο σώμα της. Κι ούτε μια στάλα αίμα.
Στο τραπεζάκι του σαλονιού σκισμένες κομματάκια οι σελίδες από κάποιες οδηγίες χρήσης.
Δίπλα μια τυπωμένη απόδειξη από παραγγελία μέσω διαδικτύου από το εξωτερικό.
Made in China.
Κούκλα από εκατό τοις εκατό πλαστικό ανθεκτικό υλικό. Απολύτως κατάλληλη και για σεξουαλική επαφή.
Το λογισμικό της σας επιτρέπει να επικινωνείτε μαζί της σε έξι γλώσσες.
Πραγματοποιεί τριάντα δύο διαφορετικές εντολές.
Με πέντε χρόνια γραπτή εγγύηση. Δεχόμαστε όλες τις κάρτες. Τριάντα τοις εκατό έκπτωση στις παραγγελίες μέσω ίντερνετ.
Κι η μοναξιά είναι πια παρελθόν!
Η πιστή σύντροφος που θα σας αγαπά.
Για πάντα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
| gm | | |
|
tabasco0 09-07-2022 @ 13:39 | εξαιρετικες και οι 2 ιστοριες.Η δευτερη με εντυπωσιασε και μου θυμισε μια δικια μου παρομοια ιστορια λιγοτερο περιτεχνη και ανεπτυγμενη
Μπραβο φιλε το εχεις με το πεζο λογο.
::theos.:: ::theos.:: ::theos.:: | | malkon64 09-07-2022 @ 20:13 | ΩΡΑΙΟΤΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ Η ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΕΡΟΧΑ .......... !!!!!!!!!!!!!!!
ΤΗΝ ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΜΟΥ ! | | ΒΥΡΩΝ 09-07-2022 @ 21:41 | ::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
ΩΡΑΙΟΣ.....................................
| | Λεονόρα 09-07-2022 @ 23:56 | Πολύ καλή γραφή!
Το πρώτο θυμίζει το κοριτσάκι με τα σπίρτα στο σήμερα...και το δεύτερο θα μπορούσε να είναι ταινία! | | -Ειρήνη- 10-07-2022 @ 08:50 | Τέλειες οι ιστορίες σου! Όταν τις τελειώνει κανείς θέλει να τις ξαναδιαβάσει... απολύτως ρεαλιστικές, καθρέφτης της ωμής πραγματικότητας. Στην πρώτη μου άρεσε πολύ ο τρόπος της αφήγησης, νομίζεις ότι ο ήρωας είναι ένας από τους πελάτες και μάλιστα από αυτούς με το βαρύ πορτοφόλι... στη δεύτερη πάλι στην αρχή η πρώτη μου σκέψη ήταν ιστορία ενδοοικογενειακής βίας... η εφευρετικότητά σου εξαιρετική! Και η αλλαγή στο πρόσωπο του αφηγητή... το 'χεις σίγουρα με τον πεζό λόγο. Μόνο που, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν καλύτερο να τις ανέβαζες ξεχωριστά, αφενός για να μένει στον αναγνώστη πιο πολύ η αίσθηση της καθεμιάς και αφετέρου επειδή συνολικά το κείμενό σου είναι πολύ μεγάλο, δεν ξέρω πόσοι απ' όσους το άνοιξαν μπήκαν και στον κόπο να το διαβάσουν... | | Αγιοβλασιτης 10-07-2022 @ 13:10 | Μπράβο φίλε ...
με απορρόφησαν και οι δύο ιστορίες σου ..
εδώ είναι το ταλέντο σου!
συνέχισέ το.. ::theos.:: | | |
Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο
|
|
|