| Δεν είν’ εκείνη, που γελά,
τ' αγέρι είναι, μόνο, που στρινιάζει,
καθώς ριζάφτια μου φιλά,
και για την απουσία της στασιάζει…
Δεν είν' δική της, η μοσκιά,
ο μπάτης είν', με ζάλο αλισάχνη,
που θέλει, απ' αλιφασκιά,
σταλιά, να τη σμιστεί κάθε του λάχνη…
Δεν είναι τ' αντηλάρισμα,
δικό της, στην αγκάλη του καθρέφτη,
μόν' είν’ από γαργάρισμα,
μιας φεγγαριάς, π' ανέλπιδο ξεπέφτει…
Δεν είν’ εκείνης το σκαρί,
μόν’ είν’ ο άδειος τόπος που την ψάχνει,
και στη λειψάδα την πικρή,
σκουντά το νου αγερικά ν' αδράχνει…
Είν' ένας ήσκιος, που βαστά,
απάνω του, το βλέμμα μ' στυλωμένο,
πλάσμα του νου μου, με ρευστά
συνόρατα, θωριές ζοφές, σιαγμένο…
Που σαν σαλέβει καρσινά,
μοιάζει με θόλο δέντρου, που λαγγέβει
μ'έναν μαΐστρο, ραδινά,
και διάνεμά του, έλπισες μοχλεύει…
Πως μούχλης γλώσσες θ' απλωθούν,
ωσάν βραχιόνια να με προσκαλέσουν,
εκεί που αίστησες ποθούν,
ικμάδα τους στερνή να καταθέσουν…
Μα, τα γνεφολογήματα,
στο πουθενά, στο τίποτες, φουντάρουν,
αφού μ' ονείρων θρύμματα,
δαχτύλια τους, λιπόσαρκα, φλερτάρουν…
Γιατί, δεν είν' αυτή, κι ας είν'
δικά της, η θωριά και τα μισίδια,
κι ο νους μου δούναι και λαβείν,
ανοίγει μ' αύρας κι άχνης, τα παιχνίδια…
Είν' του ανέμου το τροχί,
που πλάθει καλογνώριμη ειδή της,
και με βραδούλας ανοχή,
σκιτσώνει στόμα, με μενεξεδί της…
Και η αγκάλη, που φιλιά,
υπόσχεται πως θα με σπαργανίσουν,
μοιάζει αποχυτή φωλιά,
και λείπουν-της φτερά, να μ' ασφαλίσουν...
Τι μ' ωφελεί, την αδειανιά,
του τόπου που καθόταν στο μπαλκόνι,
να την κοιτώ στη σκοτεινιά,
και με τους στεναγμούς, ν' αναμεστώνει;
Τι μ' ωφελεί, τούτ' τη λειψιά,
η ζήσιμη, που μέσα μου αξαίνει,
και του αγέρα, η κλεψιά,
που μασκαρέβεται και τη βραδιά πικραίνει;
Το νοιώθω, πια, ‘κει που κορμί,
βρισκόταν, μιαν ανάμνηση ξεμένει,
κι εκεί που λέξεων ορμή,
των δύσαρθρων των σύμφωνων, τα γένη…
‘Κει που ανάβλυζε πηγή,
η στέγνια έχει τώρα το ορδί της,
εκεί απόλυτη σιγή,
κάποια κιθάρα, δίχως μια χορδή της...
Εκεί κλησάκι ορφανό,
το σήμαντρο που του 'χουνε κουρσέψει,
εκεί λιβάδι πια σπανό,
τα λούλουδα που του 'χουν ξεπαστρέψει…
Μα, με σπερνού το συφταγμό,
σουλάτσο, ως της ζαβομάρας χείλη,
κι ο μπάτης, δίχως δισταγμό,
θα φτάνει, κόμοδη βαστώντας σμίλη...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 9 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|