|
Ι
Ποτέ δε θέλησα να μάθω τον ορισμό
ούτε ν' ακολουθήσω τους κανόνες
αυτοί που τους γράφουν δεν είναι ποιητές.
Ποίημα είναι λέξεις ,όμορφες λέξεις
που περικλείουν το συναίσθημα
και τη φαιά ουσία του απαστράπτοντα λόγου.
ΙΙ
Δε μπόρεσα ακόμη να γνωρίσω τη ζωή
μόλις την άγγιζα απομακρυνόταν.
Δεν έφτασα στον εναγκαλισμό της
η σχέση μας είναι έρωτας ανεκπλήρωτος
ίσως γι αυτό να είναι ενδιαφέρουσα.
Αλίμονο σ' αυτούς που ζουν συμβατικά .
ΙΙΙ
Αν κατορθώσω να κάνω ορατή
την ουτοπία των αισθήσεων
θα δημιουργήσω κόσμο αλλιώτικο
ευπροσήγορο και φιλάνθρωπο.
Αν ο πόθος γίνεται αγάπη
ο έρωτας θα είναι ευλογία.
Όταν ο πόθος μείνει πόθος
θα γίνει αιτία δεινών.
IV
Ένα γέρικο δέντρο καθόταν αμίλητο
στου δρόμου την έρημη σκονισμένη άκρη
ξερά τα κλωνάρια του κι ο δρόμος χωρίς διαβάτη
στη ρίζα του ζιζάνια παραφυάδες κι εγκλωβισμένα σκουπίδια.
Κανένας δεν το πρόσεχε, αυτός παρατηρούσε
τους περαστικούς μέχρι τα γηρατειά τους
τους είχε καταχωρημένους στην άδηλη νοημοσύνη .
V
Αράξαμε στη Λήμνο ένα βράδυ
καθάριος χειμωνιάτικος καιρός,
στ' ανατολικά ολόγιομο το φεγγάρι
κι ένας ναύτης σε διπλανό σφουγγαράδικο
τραγουδούσε σκοπό νοσταλγικό
και ράγιζε τις καρδιές μας.
Όταν σταμάτησε κλάψαμε σαν μικρά παιδιά,
τότε μια όμορφη σειρήνα
άγγιξε με τα χέρια της την πλώρη
όμορφη και λάγνα , κάλεσε το μικρό ναυτάκι
να τραγουδήσει σκοπό νοσταλγικό κι ερωτικό .
VI
Τη ζωή μου ασύστολα σπατάλησα
ξεχνούσα πως κάποτε θα πεθάνω
ανεύθυνα την ανάλωνα σε ασημαντότητες
βλέποντας εφήμερα την όψη της ζωής
Αποφάσισα ν' αλλάξω ζωή να προετοιμαστώ
κατάλληλα για τη μεγάλη έξοδο
με ευσυνειδησία και μέθοδο χωρίς σπατάλη χρόνου.
VII
Μεσάνυχτα ,
τεράστια σκιά στις πέτρινες στοές των κάστρων
και πάνω στ' αρχαία τείχη τριγυρνά.
Δεν είναι ο άγιος της πόλης όπως νομίζουν όλοι.
Την πόλη αυτή ,
τη χώρα αυτή
κανένας άγιος να σώσει δε μπορεί.
Βγήκε σεργιάνι το φάντασμα του ξυλοκόπου Γιάννη Σαμιώτη
το σώμα θάφτηκε στ' όμορφο νησί κι η σκλαβωμένη του ψυχή
στου κάτεργου τριγυρνά τα τείχη του άδικου τη λύση για να βρει.
Γαμπριάτικο κοστούμι φορεί σαν γαμπρός και σαν νεκρός .
VIII
Ένας μεγάλος βάτραχος γυρόφερνε στου σπιτιού μου την αυλή
κουνούπια γύρευε στου πηγαδιού το άνοιγμα
με τη μακριά του γλώσσα ν' αρπάξει κι έπεσε μέσα.
Η βατραχίνα καλούσε σε βοήθεια ποιος όμως να βοηθήσει ;
Αναρωτιόταν η καημένη μην ήθελε ν' αυτοκτονήσει;
Μέρες μετά αντιλήφθηκα προσπάθησα να βοηθήσω
με ξύλα κουβάδες και σύνεργα τον βάτραχο να τραβήξω.
Μα η ζωή του άρεσε στο βάθος του πυθμένα
ίσως η μοναξιά να ήταν καλύτερη από της βατραχίνας τη γκρίνια.
Μέσ' το νερό είχε τροφή αλλά και ησυχία
η βατραχίνα ήθελε κοντά να βρεθεί
νοστάλγησε τον άντρα της ίσως και τη μουρμούρα
την έριξα μονομιάς κι αυτή μέσ' το πηγάδι
κουάξ κουάξ ακούστηκαν ίσως μ' ευχαριστούσε
Και ξαφνικά βραχνή φωνή ακούστηκε
“Σ ευχαριστώ άνθρωπε που έριξες τη βατραχίνα μου
κάτω να με κρατά συντροφιά ,κατά λάθος έπεσα
βάτραχοι αυτόχειρες δεν υπάρχουν”.
IX
Η φωνή σου είναι ανεπαίσθητη από τις υποσχέσεις όλης της νύχτας
Υπήρχε τόσο φως,τόσο εύφορη αύρα, που τυφλώθηκα από την ομορφιά .
Έπειτα, ψηλαφίζοντας, έβαλα το χέρι μου στο πλάι σου,
ακούμπησα το μέτωπό σου κι εκστασιάστηκα.
Σήμερα ένα φευγαλέο φως, μια ιερή ακτίνα, το φωτίζει ο Θεός σε δημιούργησε
βλέποντας στους καθρέφτες του έτσι ότι σε αγαπώ.
Στη διαχρονική μου σάρκα: άγγιγμα, φωτιά, άσβεστη λάμψη.
X
Είσαι νερό από αδάμαστο ποτάμι τη δίψα μου μόνο εσύ μπορείς να διώξεις.
στην ανυπαρξία μου ζωή μπορείς να δώσεις λευκό πούπουλο περιστεριού είσαι
και χαϊδεύεις την τραχιά ψυχή μου γίνε όνειρο ευχάριστο στον ύπνο
άνθος κάκτου κίτρινο απλησίαστο κανείς να σ αγγίξει δεν μπορεί
μοναδική της ζωής μου φαντασίωση.
XI
Πάντα με πιάνει αλλόκοτος φόβος και ταραχή όταν περνώ εμπρός από τη δική σου αυλή
κι αναρωτιέμαι αν είναι λόγος σοβαρός στο παραθύρι σου σιμά να βρίσκομαι κάθε αυγή
κάποια μάγισσα θα βρω να μου δώσει συμβουλή.
XII
Αναρριχόμενος σε ψηλό δέντρο αναρωτήθηκα
“Γιατί πασχίζω στην κορυφή να φτάσω όταν έχω φτερά;
XIII
Είδα στον ύπνο μου χθες βράδυ δυο ανθρώπινα κρανία
να φιλιούνται το ένα ήταν δικό μου θαρρώ το άλλο δε θυμάμαι.
Μου έμεινε ο απόκοσμος ήχος των παθιασμένων κρανίων.
XIV
Μεταφέρω την καρδιά σου μαζί μου. Ζω με δυο καρδιές,
αισθάνομαι τη θέρμη σου στη ζωή που είναι γκρίζα.
Τα σύννεφα σύνορα δεν έχουν,η θαλπωρή σου όρια δεν έχει,
η ομίχλη δεν αγαπά τον ήλιο,ο δειλός τη λήθη φοβάται.
Η ομίχλη είναι φίλη μου σε κρατά κοντά μου
κλείνει τις πόρτες του χωρισμού.
XV
Σκοτώνουμε ότι τι αγαπάμε είμαστε αξιοθρήνητοι.
Σκοτώνουμε ότι αγαπάμε. Ο αέρας δεν είναι αρκετός
και για τους δύο ο πόνος δεν μπορεί να μοιραστεί.
Ο άνθρωπος παραμένει ζωντανός στη μοναξιά του,
το ελάφι με το βέλος στο στήθος αιμορραγεί
και φεύγει μακριά πίνει νερό και βλέπει στον καθρέφτη
την τίγρη που έχει μέσα του.
Το ελάφι πίνει το νερό να γιάνει τη πληγή του.
Δίνουμε ζωή μόνο σε αυτό που μισούμε
XVI
Με πιάνει φόβος τρομερός όταν περνώ του σπιτιού σου το στενό
κι αναρωτιέμαι αν είναι λόγος σοβαρός
να τρέμω άντρας μέτρα δυο για έρωτα ανεκπλήρωτο.
Ζητιάνο μ' έκανε ,αξιολύπητο ,ελεεινό
το χαμόγελο σου Τζοκόντα
χείλη σου φλογερά τα μάτια σου ξεχωριστά,
μυστήρια κι εμμονές γεμάτα του παρελθόντος.
Αγάπη πληγές γεμάτη στην ψυχή αγάπη που κοιμάται μοναχή,
το στήθος μου φλέγεται τις χειμωνιάτικες νύχτες.
Αγάπη, λουλούδι με ψεύτικο όνομα.
παλιό κλάμα και θλίψη κι άλλοτε ποταμός αρετής,
βίαιη αϋπνία τις νύχτες των ονείρων μου.
Αγάπη,λουλούδι με ψεύτικο όνομα, ξεπεσμένος άγγελος,
μια εύθραυστη φωλιά γεμάτη δηλητήριο,
αδίστακτο έλεος,πένθος, πίκρα της εφηβείας.
Θα είσαι πάντα ένα οδυνηρό όνειρο,
που με σκοτώνει κατά συρροή ,
αυτή που πνίγει τα ιδανικά της ζωής μου.
Θα είσαι ένα απελπιστικά θλιβερό άγαλμα,
εγκαταλειμμένο στη σκοτεινιά του πάρκου,
θαμπός φθόνος ,απόκοσμος πόνος.
Θα είσαι η αγάπη μου ,ένα μοναδικό λουλούδι με ψεύτικο όνομα.
XVII
Παίζεις καθημερινά με το φως του σύμπαντος.
Ουράνιος επισκέπτης,φτάνεις στην πηγή με το νερό
κρατώντας λευκό λουλούδι.
Καμία δεν μοιάζει με εσένα από τότε που σ' αγαπώ.
Γράφω το όνομά σου με γράμματα καπνού
στον γαλανό ουρανό της Ακτής.
Ξαφνικά ο άνεμος ουρλιάζει και χτυπά το παράθυρό μου
ανοίγει και μπαίνει μέσα η βροχή.
Τα πουλιά φεύγουν, ο άνεμος εγκαθίσταται
πάνω από τη καλύβα μου. Ο άνεμος.....
Μπορώ μόνο να πολεμήσω τη δύναμη των ανδρών
είμαι ανήμπορος στη δύναμη της φύσης.
Η καταιγίδα στροβιλίζει τα σκοτεινά φύλλα
να απελευθερώσουν τα δαιμόνια
που μετέφεραν τη νύχτα στον ουρανό.
Είσαι εδώ είσαι μαζί μου οι θλιβερές αιολικές εξάρσεις
σκοτώνουν τις πεταλούδες που απόμειναν από το καλοκαίρι.
XVIII
Τα μάτια σου είναι η πατρίδα του κεραυνού και των δακρύων,
η σιωπή που μιλάει,η καταιγίδα χωρίς άνεμο, η θάλασσα χωρίς κύματα,
πουλιά φυλακισμένα σε χρυσό κλουβί ,φθινόπωρο μέσα στο κατακαλόκαιρο,
φως που τραγουδά τη θλίψη του σκότους, ένα δέντρο με όλα τα φύλλα του
σαν χρωματιστά μεγάλα πουλιά,παραλία σαν εκείνη του περασμένου καλοκαιριού
στο μικρό νησί των ονείρων μας,αψιδωτά καλάθια με άκαυτη φωτιά,
κατά συνθήκη ψέμα που τροφοδοτεί με ζωή, καθρέφτες οάσεων
στην απέραντη καυτή Σαχάρα,ήρεμη θάλασσα και νησί στο νου του ναυαγού.
Και όχι μόνο.
XIX
Εσύ άνθρωπε που σώμα και ψυχή αποφεύγεις να χωρίσεις,
εσύ που βιώνεις τη ζωή που είναι ασχήμιες γεμάτη
και μοιάζεις άσπιλος,εσύ που κυβερνάς τον κόσμο
χωρίς να είσαι τίμιος και ηθικός. Εσύ άνθρωπε μπορείς να δημιουργείς
χωρίς τίποτα δικό σου να έχεις; Να εργάζεσαι με σεμνότητα
να κυβερνάς χωρίς να κυριαρχείς; Να είσαι ενάρετος αν όλα αυτά
μπορείς να κάνεις και ν' αντέξεις. Δέξου την ασημαντότητα σου
μη νοιάζεσαι αν χάνεις ή κερδίζεις. Μείνε ήρεμος η δυστυχία μη σε αγγίζει
είναι απόρροια της ύλης χωρίς αυτήν θα υπήρχε πόνος;
Παραδώσου ταπεινά στο ΟΛΟΝ αγάπα τον κόσμο όπως τον εαυτό σου.
Νοιάσου για όλα,μην απαιτείς τίποτα. Μόνο νοιάσου.
XX
Πιστεύω στον εαυτό μου και στη θεία ιδιότητα της ανθρώπινης ψυχής.
Προσπαθώ να ζω με αξιοπρέπεια κι όχι απλά να υπάρχω
Της ψυχής μου οι σύντροφοι μ' ακολουθούν παντού.
Άλλοι ανήκουν στις χαρές άλλοι με βρίσκουν στις λύπες
συχνά βρισκόντουσαν μαζί. Πίναμε τραγουδούσαμε
για τη ζωή μιλούσαμε ζητώντας την πεμπτουσία μέχρι την Αχερουσία.
XXI
Άνθρωπε θύμα της κρίσης αξιών εσύ που εκποιείς το παρελθόν σου
για να ζήσεις ανερυθρίαστα πράττοντας
μπροστά στο νόμιμο τοκογλύφο εκτιμητή αξιών,
μεγάλων στιγμών του παρελθόντος
εσύ που δίνεις τροφή στον χρυσοσυλλέκτη
ποιητή πλακών με πρώτη ύλη τα όνειρα
τις επετείους χαράς και εμβάπτισης.
Άνθρωπε εσύ που ζεις στην κοινωνία
της προσφοράς και της ζήτησης των αναλώσιμων ιδεών
πότε θ' απαλλαγής από τη μιζέρια του καταναλωτισμού;
XXII
Το ανεμιστήριο της οροφής μέρα νύχτα στροβιλίζει
στην οροφή του θαλάμου της φυλακής στριφογυρίζει.
Τρυπά το μυαλό μου αργά αργά σαν γεωτρύπανο.
Κανένας δε μπορεί να σταματήσει το ανεμιστήριο
γιατί έχει εξαφανισθεί το τηλεχειριστήριο.
XXIII
Ο μήνας των τζιτζικιών ο μήνας της ξεραμένης γης
της άγριας μέντας με το σταρένιο χρώμα
μοσχοβολά περισσότερο άνυδρη και ξεραμένη .
Ιούλιος ο μήνας των μπουρινιών ,ο μήνας αυτοκράτορας
ο μήνας της ξηρασίας ,ο μήνας των φτωχών,
του θερισμού και των αλωνιών ερώτων θαλασσινών
μαζί με τον Αύγουστο που ακολουθεί
μήνες ξενοιασιάς στις απόμακρες παραλίες.
XXIV
Σαν νυχτερινή μουσική μακρινή που σβήνει αργά αργά.
Σαν αστέρια μακρινά που τρεμοσβήνουν στη νυχτιά.
Σαν το στεγνό ρυάκι του αγρού που δέχεται νερό με λαχτάρα.
Αργοσβήνω με τρεμάμενη ψυχή ακολουθώντας το δρόμο
του δικού μου νερού το δρόμο της δικής μου μοίρας.
Θεσσαλονίκη 21 Ιουλίου 2022 -15.42 με ζέστη μεγάλη
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|