| Θα ‘θελες ν’ αποξεχαστείς, μα μια κιθάρα κλαίει,
και θρυψαλιάζει, δειλινού, το μόρικο ποτήρι.
Τι άβολο, στο ρήμι σου, από το παραθύρι,
να φτάνουν τούτοι οι λυγμοί, οι κάπως αγελαίοι;
Και κοχλιδάκια να πετούν, στη μνήμη που διαπλέει,
τα στάσιμα θολά νερά, μιας μέρας που 'χει γείρει,
μέσα στα όμοια, πληχτική, και βαρεσιά ‘χει σπείρει,
μες στην ψυχή, και μια στυφνή οσμή να επιπλέει.
Μα μην προσμένεις, η σιωπή να φράνει-σε μ' ελέη.
τι, σαν θα πέσει, του καημού, θα φέρει το λιοπύρι,
κι οι πόθοι πάλι θα 'βγουνε, μπροστά σου διψαλέοι...
Να το ανέχεσαι, λοιπόν, που ‘ρχονται φευγαλέοι,
οι ήχοι, οι θρηνητικοί, που πένα συνεγείρει,
δοξάζοντας με τις χορδές, του έρωτα τα κλέη…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|