| Λένε, σαν σβήσει η ψυχή
την ταξιδεύει μια πληγή
εκεί που πόνεσε να βγει
κι εκεί να γαληνέψει
Με μία λάμψη σκοτεινή
και μία φάλτσα προσευχή
να της φωνάζει η σιωπή
σε κάτι να πιστέψει
Μοιάζει ο ίσκιος μου θολός
σαν να με σκόνισε ο καιρός
κι αυτής της γης ο στεναγμός
τον ύπνο μου ταράζει
Ζούμε μ’ ευχές και προσταγές
Ίδιο το αύριο με το χθες
κι εσύ δεν ξέρεις αν με θες
ας είναι, δεν πειράζει
Όλο αγκάθια οι αγκαλιές
σαν μας πληγώνουν οι στιγμές
Μέσα μου ξέρω πως δεν φταις
Τι ακόμα περιμένω;
Μιας κι ότι αξίζει απ’ τα παλιά
στης μάνας μου την αγκαλιά
και μες στα γκρίζα της μαλλιά
για πάντα είναι κρυμμένο
Πριν την αυλαία, στη σκήνη
όλης της γης οι βιαστικοί
αγγίζουνε διστακτικοί
στα μάτια τους το κέρμα
Δεν έχουν κάπου να πιαστούν
Βελόνες ψάχνουν να σωθούν
και τους σοφούς ακολουθούν
εκεί κοντά στο τέρμα
Αυτοί που ξέχασαν να ζουν
αυτοί που πρώτοι θα κρυφτούν
και σάπια όνειρα πουλούν
δεν θέλω να με σώσουν
Κι όταν σαλπίσει η αυγή
ωσάν θυμώσουν οι καιροί
θα ‘ρθει να σβήσει το κερί
κι αυτοί να σε σκοτώσουν…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 4
| | | | | | |
|