| Τα ξυλοπόδαρα φορώ και βγαίνω για σεργιάνι
τ' ένα από ξύλο, τ' άλλο χρυσό, η διαφορά καμιά.
Πέντε έξι μέτρα μια δρασκελιά, ο ίσκιος δε με πιάνει
κι όλο κοιτώ αγέρωχα τον κόσμο από ψηλά.
Βλέπω ζητιάνο και γελώ, αντένες και ζηλεύω,
μιλώ στον ήλιο, δεν απαντά και του κουνώ γροθιά.
Γραβατωμένους προσπερνώ, τους κόμπους αποφεύγω
κοιτώ μια αιθέρια κοπελιά, μα φεύγει βιαστικά.
Στρέφω να πάω δυτικά, έρχεται αεροπλάνο
ξάφνου τρομάζω μήπως και, είμαι πολύ ψηλά
Γυρνώ προς την ανατολή, τρέμει η ψυχή τα χάνω
με τέτοιον που μου φύτεψε μεσ' στην καρδιά νταλκά
Τα ξυλοπόδαρα φορώ κι ο κόσμος γύρω μοιάζει
τόσο να στέκει χαμηλά που πια με ξεπερνά
Τί στα ψηλά, τί σε στοά, για πες μου - τί αλλάζει;
αφού ποτέ δεν άλλαξες ρε άνθρωπε ματιά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|