| Αγόρι μου σγουρόμαλλο, λαχτάρα μου στ’ αστήθι,
τώρα που ύπνος τριγυρνά, πάν’ στα ματόφυλλά σου,
και σε καλεί στα όνειρα, να πέσεις τ’ άσπιλά σου,
άκου μου τις παραλοές, που μοιάζουν παραμύθι.
Δυο τηρογυάλια η καρδιά, έχει κι αντιφεγγίζουν,
τα πάθια και τα βάσανα, τους παιδεμούς, τους πόνους,
τη συφορά, την κάκητα, τα μίση και τους φθόνους,
κι όσα η ζήση μέσα μας, αφήνει να στραγγίζουν.
Το ‘να μικρό και ξάστερο, κι από τις δυο πλευρές του,
λάμπει κι αστράφτει λαγαρό, χωρίς ν' αποτυφλώνει,
χωρίς, μέσα στο θάμπωμα, να βλάφτει, να ζημιώνει,
το φως π’ αγαληνά κυλά, ζεστό στις αγκαλιές του.
Στα κρυσταλλένια στήθια του, του λιόφεγγου αχτίδες,
σαν πέφτουνε, ανέμποδες και λέφτερες περνάνε,
απ’ άκρη σ’ άκρη. Πίσωθε, ποτές τους δεν γυρνάνε,
και στο αχάραχτο γυαλί, δε μένουνε κηλίδες.
Στη μαγλινή τ’ απαναριά, καημοί δε ζουγραφούνται,
μονέ διαβαίνουνε αχνά, λεπτοί, χωρίς ν’ αφήσουν,
λυπητερά πιθέματα, και τρέχουν να γεμίσουν,
συρτάρια που ‘χει το μυαλό, θύμησες να κοιμούνται.
Στις σύφωτες τις όψεις του, η λύπη δεν ξαμώνει,
τα σκότινα μαγνάδια της, μηδέ και τ’ άλλα πάθη,
ή σύγνεφα διαβατικά, μον’ στης καρδιάς τα βάθη,
φεγγρίζει, και το θώρι του, ποτές του, δεν ησκιώνει.
Τ’ άλλο, θελέσπιο και τρανό, ο νους όσο το θέλει
ο δολερός, στα τρίσβαθα, καμαρωτό αστράφτει,
μ’ έγνοια του τη φωτοσυρμή, με στράβωμα να βλάφτει,
και πάθος του, της αχτιδιάς, να γίνει το σακκέλι.
Ομπρός, ειν’ πεντακάθαρο, μα τα πικρά φαρμάκια,
τη λύσσα, την εκδίκηση, στην πλάτη κουβαλάει.
Στους κόρφους τους αμαρτωλούς, τίποτα δεν κυλάει,
απείραχτο απ’ τη μοσκιά, που το κερνούν ζαμπάκια.
Από τ’ αστραποβόλημα, που ξεγελά τη βλέψη,
δε μένει ασημάδεφτο, ούτε Θεού το βλέμμα.
Της χήρας πικροκλάματα, και τ’ άδικο το ψέμα,
και του φτωχού παράκληση, όλα θα τα διαστρέψει.
Και στ’ απανόψι του σμιχτά, πυκνά ζουγραφισμένα,
όλα κολλάνε, το κακό, τ’ άδολα καλοθέλια,
η λύπη και το δάκρυ, η αντάρα και τα γέλια,
κι ένα κουβάρι, στην καρδιά σαπίζουν σωριασμένα.
Δύο καθρέφτες, το λοιπόν, στα μέσα μας, κι ο ένας
είναι της πρώτης, της σωστής, της ποθητής ζωής μας,
που η καρδιά ανοίγεται σε κάθε αίστησή μας,
κι η αθωότη, την αγνιά, της δίνει, της παρθένας.
Κι ο άλλος της πολύβογγης και της βασανισμένης,
οπού, στην άστατη καρδιά, το πάθος βασιλεύει...
Κι έφκουμ’ αυτόν να μην τον δεις, μέσα σου να θεριεύει,
και με το διάφανο γυαλί, ολοκαιρίς να μένεις…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 5 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|