| Πρωτομηνιά του παχνιστή, λιβακωμένη μέρα,
μα, μια βροχή φύλλων ξερών, πλημμύρισε τη σάλα,
και στην απέναντι αβλή, κηπάρης, στην πιλάλα,
πιάνει ξανά το φυσερό, ξεχνά τη ζαρντινιέρα…
Είναι τ' αγέρι θερμιστό, ως να 'ναι καλοκαίρι,
με λόχη του αμώνει απ’ αβέρτο παραθύρι,
με ό,τι έχει ξέλαφρο στο διάβα τ' παρασύρει,
και μοιάζει μου πως σιγηλό μαντάτο μου 'χει φέρει…
Από της ρούγας τα δεντριά, γραμμένο με μελάνι,
αλλού αλαφρορόδινο κι αλλού κεχριμπαρένιο,
και λέει, πως είν' η ζήση μας, φύλλο παντζεχρένιο,
οπού αλλάζει χρώματα, κι έχει λιχνό κοτσάνι.
Και πως σ' ένα βασίλεμα, που πνίγεται σε χρώμα,
πιο πραγαλό, από αυτό, αβγής, που δίνει διώμα
πιο πλούσιο και πιο θωριακό, απ' το που ντύνει γιόμα,
φτάνει αγέρι συρμητό και στέλνει-το στο χώμα.
Ή κι όπου αλλού η θράψη, απλώνει το χιτώνα...
Κι εμέ, που βλέπω φύλλα, κει στο πάτωμα ριγμένα,
μου μοιάζουνε ατίμητα, λιθάρια αρπαγμένα,
σε ρεμπελιό, από ρήγα διωγμένου, την κορώνα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|