| Αχ, ποταμιά, από νερά αγλακητά χορτάτη,
βροχάδες που σε κουναρούν και χιόνια που σ' αρτίζουν,
την κάνουρά σου, καιρικών, την κλώθει, η λεκάτη,
κι αδράχτια κεφαλόβρυσων μ' οργυάκια σε ματίζουν.
Αχ, ποταμιά, με γάργαρα, μ’ ακράταγα νερά σου,
που, ο καημένος, λαχταρώ, καιρό, να φτάσω να τα διώ,
καλοτυχίζω τς’ αρχινούς, που ζήσανε κοντά σου,
και στήσανε στα σύγυρα ς’, κονάκι τους και χειμαδιό.
Και τα τρανά, ωριά βουνά, που τις οχτιές σου δένουν,
ζηλέβω, που με ξυπασιά, βιδιάζουν και αγριώνουν,
κι ανάσυρτα ξιφάρια τους, στα γνέφια ξεθυμαίνουν,
σαν ουρανών το σπάθισμα, με ψήλος τους, αξιώνουν…
Κι αφήνουνε το λιόφωτο, να σε γλυκοφιλήσει,
και ησκιωσιά ν’ αναπλωθεί, στ' ογρό το μέτωπό σου,
σ’ αχτινοσύνης παίξιμο, που ξέρει να σε ντύσει,
για χαρωπό σου θάλπωμα, για γέρμα σκυθρωπό σου.
Φτονέβω καλοσύνεψη, π' άνοιξη σε φιλέβει,
και τηνε δρέπουν πλάτανοι, να βαθιοπρασινίσουν.
Και με γλυκοκαλόκαιρο, στρινιάζω, που αγρέβει,
μπαμπέσικα, δροσόνερα ς', ωσότου ν’ αθυμήσουν..
Ζηλέβω τους χινόπωρους, μ’ αντάρα που σκεπάζουν,
τ’ αστάκι σου, τον μπάγκο σου, την περιποταμιά σου,
και χειμωνιές που με βοριά και χιόνι αναρπάζουν,
το χρώμα απ' το βρούλο σου, την αγριοκαλαμιά σου.
Καλοτυχίζω σφενταμιές κι ιτιές λουλουδιασμένες,
που γέρνουν και, λες, ακουμπούν, κουλούπι πρωτεϊκό σου,
σκλήθρα και λέφκες γκέκικες, ξωθιές αναστημένες,
κει που οι πλήμμες ντώνονται, μ' άστατο θυμικό σου.
Φτονέβω το θερμόχορτο, την ξινοκαρδαμίνα,
το παραχνούδι, τ' άκινο, που δίπλα σου μελέβουν,
το κίρσιο, το γαρούφαλλο τ' άγριο, την αμπελίνα,
το σιδερίτη, που συρμή, με ρέγκια τους σαϊτέβουν.
Να ήμουν, θα 'θελα, πουλί, κοντά σου να πετούσα,
και να 'βλεπα από μεριάς, σαρσέλες, σφυριχτάρια
ν' αντάμωνα αηδονάκια, σκαλίδρες ν' απαντούσα,
που σκιάζονται, σα φτερουγάν κιρκίρια και γκισάρια.
Να ήμουνα και πιστικός, σ’ ενός σκουτιέρη την κοπή,
να ‘λημεριάζω στη βοσκιά, να βγαίνω σε μεριάδες,
να βλέπω απ' ανάπλαγα τις γκρέκες σου, και τη σιωπή,
με τη νταρβίρα μ', να χαλνώ, για του σεβντά χαβάδες.
Να ροβολάω κατά σε, από πλαγιές δρογγάτες,
σαν τα σαμψόνια σμίζονται ζουλάπια που ποτίζουν,
και βλαχοπούλες ν' απαντώ, ξανθιές, γαλανομάτες,
οπού στα δροσονέρια σου, προικιά τους σκαματίζουν.
Σα βαριεστίζω βοσκικής, μαέστρια και κολάϊ,
σιμά ς’ να φτάνω ψαρεφτής, να κόβω παρακλάδι,
να βγάνω από μέσα του, τη μπριάνα που βαστάει,
τσιρώνια και αγκαθερά, κι ας λείπει μου το λάδι....
Σαν φτάνει η Ανάληψη, να σ' αποχαιρετάω,
για τα βουνοδισκάρια με τις άπλες βελαόρες,
και να καλάρω στα νερά ς', όσα στο νου κρατάω,
όντας οι μέρες θα μετρούν τις λιγοστές τους ώρες….
Αχ, ποταμιά αστέρευτη, ογρού θεού η βάγια,
κει που ρηγάδεψε παλιά, ήρωας γοργοπόδης,
που έκανε, ο θρύλος του, σ' Ελλήνων πρώτους, μάγια,
θα 'ρθω γοργά, μου πήραν νου, φλόρα και τραγοπόδης…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|