| Γνωρίζω μια ξωθιά, που ξέρει-τες καλά,
του μπλάβου τις θωριές, π' αλλάζουν σιγαλά.
Φορές, πιστεύω-το, πως είν' αληθινή,
κι άλλες φορές μορφή πως είναι ποθεινή…
Αν είν' το δέφτερο, μου μοιάζει πως ζητά,
να μπει στο νου μου, και το μόνο που κοιτά,
είν' το παιχνίδι της να κάνει ‘δω σιμά μου,
ως χούγια μου να ξέρει, από τ’ όνομά μου…
Μα το μπορεί, καρδιά της, να 'ναι λαγαρή,
κι η πρώτη μου, η πίστη, να 'ναι στιβαρή.
Θάμα, μπορεί να είναι, που το νου χαηλώνει,
μα ίσως κι αρωστιά π' όνειρο σαρακώνει...
Είμαι σ' αφιλογιά, δεν ξέρω τι να κάνω,
κι αβόλετο να βρω τρόπο να τη βουβάνω.
Δεν είμαι αματόρος, ξαναβρήκα κάβο,
μα, δεν κατέχω, τόνους ποιους έχει το μπλάβο...
Το μόνο που μου μένει, βάρκα μου ν' αφήσω
στα χέρια της ξωθιάς και τσάρκες να τολμήσω.
Με τ' ουρανού ζαφείρι, ήλιο θα τρυγήσω,
με το μαβρόμπλαβο της νύχτας, θα θρηνήσω.΄
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|