| Χινόπωρος, και γιόμισε με φύλλα το μεϊντάνι,
μια λιγουλιά κιτρινωπά, βαστά κάθε πλατάνι...
Μα δεν θ' αργήσουνε κι αυτά, στη γης να γκρεμιστούνε,
κι οι δόλιοι σπίνοι θα ζητάν, κλαρί για να κρυφτούνε.
Αλλού θα πρέπει να σταθούν, σα θέλουν να τ' ακούσουν
τραγούδι της βροχής, θλιφτό, κι αν δεν ποθούν να λούσουν,
τα φτέρια τους σε ουρανού, βαρύθυμου τα δάκρυα,
που σα λυθούν, θα φτάσουνε στων πέριορων την άκρια.
Και το μεϊντάνι το ζυγρό, θα μείνει να τηράει,
στα κατωμέρια, τη βροχή, τη γης ν' αναγεννάει,
έρμα ρεβένια, μουχλερά, πνιγμένα στη αντάρα,
και καρσινές δασοπλαγιές, να πίνουν με λαχτάρα.
Και στην κλησιά τη μοναξιά, που σε γωνιά τ' σταλίζει,
θα λέει, "Κάνε, Άγιε μ’, ο βοριάς να μη στριγκλίζει,
σα θα περνά, στων πλατανιών, τα γυμνωμένα κλώνια,
και να τους δείξει συμπονιά, τι θα ‘ρθουν και τα χιόνια...
Τι, μόν' αυτά, έξ' από σε, παρηγοριά μου έχω,
μήτε πουλιά, μήτ' άνθρωποι, που πήγανε κατέχω,
τηρώ τις κούλες, γύρω μου, φουγλάρος δεν ντουχνίζει,
μηδέ παιδί, μηδέ σκυλί, ‘δωπέρα σεργιανίζει…
Κι απ' το σκολειό, που ‘ν’ δίπλα σου, απόμειναν ντουβάρια,
και μια σκεπή, να σιάχνουνε φωλιές σφήγκας τα σμάρια,
κι άμα διαβεί ή αίτουλας, ή άσβιος. ή κουνάδι,
γιόμα, από δω, θα πει, πως είν’ το χωριό ρημάδι…
Σκέπασε, Άγιε μ', το λοιπόν, τα έρμα τα πλατάνια,
ως να φανεί μιαν άνοιξη, με της βιδιάς φερμάνια,
να πάρουν να φυλλώσουνε, στολή χλωρή να δούνε,
και τα φεβγάτα τα πουλιά, ξοπίσω ν' αξιωθούνε…
Ν' απλώσουν τα βραχιόνια τους, στο χάλαρο που έχεις,
στον τοίχο σ', σαν παράσημο, δεξιά, να το προσέχεις,
κι έχει εκεί ονόματα των που για πάτρια πέσαν,
και το γλυτώσαν να ιδούν, στερνοί τους που ξεπέσαν...
Να περισσοσκεπάσουνε, κι εμένα το καημένο,
που 'δα χωριό σε σιάξιμο, χωριό αγαπημένο,
ν' αξαίνει, να καλοτυχεί, να σταίνει χαροκόπια,
να 'χει αμπέλια, σιταριές, σιμά σε βοσκοτόπια.
Μα το είδα και ν' αδειάζει, του μίσους τα κροντήρια,
το 'δα, να δεκατίζεται, με φόνους, με μαρτύρια,
κι αν ‘γω κι εσύ ξεμείναμε, εδώ, και τα πλατάνια,
το αίτιο πίσω θα το βρεις, σε ζοφερά ζαμάνια…
Γιατί κι αυτοί που γλίτωσαν, σιγά-σιγά ξεσύραν,
στες πόλεις, και απόφαση γκουβέρνα δεν επήραν,
να τα στυλώσουν τα χωριά, του γένους τα βαστάδια,
μα τ' άφησαν να ρέβουνε, ως να ρημάξουν άδεια”...
Κι η εκκλησιά βαρυβογγά, και δεν απιλογιέται,
τι, ξέρει, και αυτή, καλά, γιατί δε λειτουργιέται…
Όντας διχόνοιας το σπυρί, φυτρώνει σ’ έναν τόπο,
αχ, ρηγαδέβει η ερμιά, χωρίς να κάμει κόπο…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|