|
Ζωγραφισμένα όνειρα
επάνω σε σφαλιστά βλέφαρα,
ξεβάφουν κάθε στιγμή
που ξημερώνει άλλη
μία κούφια μέρα.
Λασπώνουν οι δρόμοι
με κάθε δάκρυ,
σκοτάδι, πηχτό μελάνι
καλύπτει το μέλλον.
Μα εσύ ποτέ δεν φοβόσουν
το σκοτάδι...
Θα πρέπει να ήρθες όταν ξεθώριασε το φως
σαν τον θαλασσινό αέρα να
τρύπωσες από το ανοιχτό παράθυρο.
Αλλιώς πως να εξηγήσω την σαρωτική
αταξία των σκέψεων μου,
τα ανακατεμένα μου μαλλιά,
πως τα πρησμένα χείλη
και το αλμυρό μου δέρμα;
Σίγουρα πέρασες πρώτα απ'την αυλή,
σε χαιρέτησε ο βασιλικός,
σε χάιδεψε το γιασεμί,
μπλεχτήκαν με την μυρωδιά σου.
Η αγάπη που σου ορκίστηκα
στην γη δεν έχει ρίζα,
έχει την ορμή του νερού,
τις συνήθειες των κυμάτων,
για αυτό δεν έχει σύνορα,
μα ούτε και πατρίδα,
την μία είσαι ακριβοθώρητη στεριά,
την άλλη βαθιά αγκαλιά θανάτου.
Πουλί μου διαβατάρικο,
που θα ξεχειμωνιάσεις,
σε ποια βουνά,
σε ποια κλαδιά πάλι θα φωλιάσεις;
Πρέπει να αγάπησα πολύ το αδύνατον,
αλλιώς πως να εξηγήσω τα ίδια
μου τα ποιήματα,
γραμμένα πάντα με τα ίδια λόγια,
ενώ εσύ με σκόρπια πούπουλα
συλλαβίζεις τα μη και τα γιατί.
Με ματωμένα λόγια και φιλιά
τσιμπολογάς την καρδιά μου.
Μόνο φορές...
η πένα σπάει...
ο ψίθυρος σβήνει,
το συναίσθημα χάνει την ισχύ του.
Δεν πειράζει,
μου κάνει παρέα η σιωπή,
έτσι κι αλλιώς
αυτή με δίδαξε να δραπετεύω
από την ζωή,
να ξεφεύγω από τον θάνατο,
πάντα με ισχυρές δόσεις,
κυνισμού και ειρωνίας.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|