| Έλα, πια, τράβα, γέρο χρόνε, την περντάβα,
από το σφάλμα, μπρος, τη στοναχή, το κλάμα,
που μέρες, μήνες σου, με κράι και με κάμμα
μας τα ρεγάλεψαν, στ' ανάκουστό τους διάβα…
Της θλίψης η παντιέρα, η νύχτια, η μουντή,
τι, κι αν σαλέβει στις καρδιές, πάν' σε συντρίμια;
Eίν' ώρα να θαφτεί, αβάρια και ασκήμια,
από κουράντη χρόνου, λησμονικό μαντύ…
Αν λιγοστές στιγμές χαράς, μέσα στη λύπη,
χαράξαν μιαν αδέξια συρμή σου ως εδώ,
καρδιά εδείξαμε, σε κάθε πάσο σου λαβδό,
κι ας νιώσαμε συχνά, το γέλιο να μας λείπει…
Κι αξίζουμε, μαθές, με όσα κουβαλάμε,
στην πλάτη μας, φορτία, μια μέρα γιορτινή,
σμιχτοί, ομαδιαστοί, μια ταχινή ροϊδινή,
οπού θα φέρει τα, που πλήσια καρτεράμε…
Άμαντις, σύρε, γεροντάκο, την κουρτίνα,
μ' άφησε μια χαραματιά, νιος ήλιος να μπει,
μπορεί διάφορη να είν', η δικιά του αλαμπή,
κι οι μέρες να κυλάν, σε λιόχαρη ρουτίνα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|