|
Κολοκύθες με γοβάκια
Απομεσήμερο παλιό, κιτρινισμένο
Ήλιος λιπόθυμος στα πόδια μιας αράχνης
Φάε το μήλο σου, Αδάμ, γι’ άλλα μην ψάχνεις
Αύριο μπορεί κι εσένα να σε πούνε ξένο
Κρύο, απόσταγμα βουβό του πάνω κόσμου
Β(ήτα) αόριστος ετούτος ο χειμώνας
Πέντε χρονών κι έχει πνιγεί ο Ροβινσώνας
-Του ποιητή ήταν ο Θεός, όχι δικός μου
Πώς πάνε κι έρχονται καμιά φορά τα χρόνια!
Στείρα λεπίδα, στα νεράντζια καρφωμένη
Άχραντη σφαίρα, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Πληγή παλιά που αιμορραγεί στα παντελόνια
Βαριεστημένοι πόντοι μέσα στους καθρέφτες
Χάσε το μέτρημα, έτσι κι αλλιώς πεθαίνεις
Σ’ αυτή τη γη έτσι και μπεις δεν ξαναβγαίνεις
Κι οι πεθαμένοι είναι οι πιο μεγάλοι κλέφτες
Πόσο μακριά απ’ το ταξίδι έχουμε φτάσει
Καρφιτσωμένοι επιβάτες σε πατάκια
Δυο κολοκύθες με κρυστάλλινα γοβάκια
Και μια νονά που από καιρό τα έχει χάσει
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|