| Γυρνώντας στα συντρίμμια του θανάτου
Άναψαν πάλι τα καμίνια μου
Τους έριξε σπίρτο η παλιά μου γειτονιά
Φυσούσαν πια και τα μπουρίνια μου
Άφησα μέσα τη ψυχή μου
Και μια μεγάλη αλήθεια μου
Βογγούν οι κραδασμοί μου
Σπαράζουνε τα στήθια μου
Ποιος θα με ακούσει ποιος θα με δεί
Δακρύζουνε τα μάτια μου
Πόση μου μέλλεται ζωή
Μοβόροι θα μαζεύουν τα κομμάτια μου
Ήταν πλατύς ο κόσμος και στρωτός
θα ‘χε βρέξει πέρα στις άκρες που έπαιρναν χρώμα.
Εμπλουτισμένο το κίτρινο με τη γύρη της ακακίας
Μιά βραχνή φωνή αντηχούσε μες στη ψυχή
Το κόκκινο μιας παπαρούνας ικέτευε απλωμένο
Γιατί αυτή η ερημιά;
περιστέρια να περνούν ψηλά φτερουγίζοντας και να χάνονται
Χελιδόνια να κελαιδουν και να σκιρτούν
Άνθρωποι κρυμμένοι στα καταφύγια
Δειλά-δειλά ξανάνοιγα τα βλέφαρα.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω,
περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα, κι ήταν όλα μαρμαρωμένα
Φαντάσματα βαλσαμωμένα
Παραπετάσματα του πόνου ανοικτά
Ψηλάφισα το σώμα μου
ξαναγινόταν όπως ήταν, δικό μου
με τον καιρό και με το χώμα
Άγγιξα τη ζωή μου
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|