| Άτιμο, στα καρδιόφυλλα, γερόλυκου, ζαϊφλίκι,
τον γονατά, ανήμπορο, κι όλο κοντανασαίνει…
Από τα στήθια τ’, η φωνή πασχίζει, μα δε βγαίνει,
και γύρα του στριμώχνουνται, συφάμελοι οι λύκοι…
Μέσα στα μάτια τ', που ‘ν’ θολά, γυρέβουν δεκανίκι…
Άμα σβηστεί, της παγανιάς θα είν’ ορφανεμένοι,
κι αβόλεφτο, μες στη μονιά να γέρνουν χορτασμένοι.
τι, στ’ άβι, για ζαμάνια είχε τ' αρχηγιλήκι...
Μα, ο γέρος, δεν τ' αγρικά, τα τέτοια καρδιοχτύπια,
μόν' πρωτολύκαινας κοιτά, τα μάτια τα γρασμένα,
οι άλλοι θεν’ να πορευτούν, τους έμαθε τερτίπια…
Μόνο για δαύτη, που νογά, πως στέκεται σε ρείπια,
αλάργα, απ' τα, ως με χτες, της ήτανε γραμμένα,
τον μέλλει, κι όσα θα τη βρουν, ξυπάται καταχτύπια…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|