| Τη πέτρα τη λειχήνα
είχαμε μείς μαξιλάρι
τα άγουρα τα χρόνια εκείνα
που ήταν μακριά οι φάροι.
Τη πέτρα και τα λιακωτά
της ξυπολησιάς στολίδια
δυο φυλλαράκια φυλαχτά
κι` όλο τριγύρω φίδια.
Τα λιόκλαρα είχαν το φως
και η χρυσή ελιά
φτωχός ο τόπος μας ξερός
είχε στολίδι μια ροδιά.
Πικρό βαρύ το ριζικό
για τα καημένα του θεού
βραβείο κληρονομικό
της ασφάκας, του καημού.
Μάντρες με σαλιγκάρια
κι` ότι ήθελε ο θεός
σπαρμένος τόπος με λιθάρια,
τα πετεινά και ο θεός.
Καματερή μια κρήνη
σύκα μέλι, από τις συκιές
μια μελωδία, πουλιά σμήνη
στα βάτα και τις λυγαριές.
Ο τόπος μας ήταν ξερός
δίχως κόρφο της μάνας
σαν ακουγόταν ο λυγμός
ήτανε της καμπάνας.
Μικρό το βιός, μικρή ζωή
και δεν περνούσε τρένο,
κάθε που ερχότανε Λαμπρή
κερί λευκό αναμμένο.
Έφεγγε λες για τα πουλιά
που είχαν αίμα στο φτερό
εκεί στις πλάκες στη σπηλιά
με σκέπη, το Καθολικό.
Το τυχερό τους χάδι
στη γκορτσιά και τα στουρνάρια
άσπρο, γαλανό, ένα φάδι
στόλιζε, λες τ` αγκωνάρια.
31-1-2023
Αδαμοπούλου Γεωργία
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 4 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|