| Είναι καιρός που το βουνό μονάχος ανεβαίνει,
τσοπάνης και αγράμματος, αγροίκος, χωρικός.
Σκαλίζει και στη γκλίτσα του ό,τι καταλαβαίνει,
πως κάθε μέρα, απ’ την αυγή, πορεύετε στο φως…
Βροντοφωνάζει, τραγουδά, μιλάει στο κοπάδι,
παίζει… Φυσά… αρμονικά, μόνος του το ‘χει μάθει…
Να ζωγραφίζει μουσική με τους παλμούς του αέρα,
με μία τέχνη αλλόκοτη… κάπως… μαγευτική.
Μόνιμα κάπου μακριά, ρεμβάζει και αλλάζει,
ονειροβάτης στο βουνό, με μάτια ανοιχτά.
Που τον προσέχει ο σκύλος του κι αυτόν και το κοπάδι,
γιατί αλλιώς θα φεύγανε τα πρόβατα μακριά…
Κι εγώ κοιτώ τη γκλίτσα του, το έργο μελετάω,
πόσα πολλά μαθήματα σε μία σπιθαμή,
ζυγίζω αυτό, στη τέχνη του, το έργο εκτιμάω,
αν άξιζε ο χρόνος του που ‘δωσε στη ζωή…
Και θα σας πω το σχέδιο, να δείτε την αξία.
Ένα φεγγάρι έφτιαξε να φέγγει από ψηλά,
μια πόρτα να ‘ναι ανοιχτή τα πρόβατα όλα έξω,
τον σκύλο να τα συγκρατεί και το βοσκό μπροστά.
Ύστερα μια διαδρομή που είναι ανηφόρα,
και τον τσοπάνη ήρεμο σκάλισε παρακεί,
με δύο-τρία πρόβατα στο ήλιο από κάτω,
που με στοργή σα φίλους του, αυτά παρατηρεί…
Κι εκεί στο τέλος που γυρνά το ξύλο στη μαγκούρα,
σκάλισε ήλιο φωτεινό να μοιάζει, με αυγή.
Να αγγίζει το ξημέρωμα και να γεμίζει θάρρος,
καθώς θα πρέπει το πρωί, πάλι να ξαναβγεί…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|