| Σα λάβριζε γεμόφεγγο, με τους δυο Γαλαρτζήδες,
τη δόλια γης τη σκέπασαν, απρουδερές σκλαβίνες,
και σε κλαριά αφύλλιαστων δεντριών, ωσάν ερμίνες,
κι ωσάν περβέρια ξάμωσαν, χιονοβολής μερίδες…
Και τα κορφάδια μάργωσαν, στις μέρες που μακραίναν,
και πρόσμεναν δισταχτικά, το κάθε χαραμέρι,
μα το 'παιρναν απόφαση, μετά το μεσημέρι,
πως σύγκρυας νύχτας αναπνιές, το ρήμι θα σκληραίναν…
Σε τόπο, τέτοιο, σκοτεινό, σε τόπο της χερσάδας,
που κάνονας είν' η σιωπή, κι η βουβασιά μετράρι,
ρίχτηκαν ξόρκια πάνω σε κάθε χλώριο κλωνάρι,
τ' αβάσταχτο, σκορπίζοντας, διάνιωμα της σκαρσάδας...
Κι όλες της φλόρας οι ψυχές, σε νάρκη είχαν πέσει,
σε βύθο υπερφυσικό, που μολογούν οι θρύλοι,
κι όλα, τριγύρω, φάσκιωνε, της χειμωνιάς μαντήλι,
και σ' άκρες του πυκνόφαντες, σφιχτά τα είχε δέσει…
Μα το φεγγάρι είν' μπολού, πρόσωπα που αλλάζει,
και σκέπει τα μισίδια της, μ' ένα σωρό φκιασίδια,
πετάει τα γιασμάκια της, θεριέβει επιτήδεια,
και σε ουράνιο μαχαλά, άλλον αναστενάζει…
Και μέσα στα σεργιάνια του, τα θεριακά μερώνουν,
οι πραγαλές ανάσες τους, την πάγρα κοντραστάρουν,
τις παντοχές που βούλιαξαν, σε άβυσσο, λεβάρουν,
και σκηνικά παράξενα, λεφτερωμού, σκαρώνουν…
Στων ασλανιών τη γειτονιά, τραβώντας για τα στάχυα
που τα βαστά απάρθενη, χαμωβλεπούσα κόρη,
μυστηριανά, απόχωστα, στης γης το πανωφόρι,
ξύπνησε πούλουδο λιχνό, σιμά σε ριζοβράχια…
Το ρόδινο κυκλάμινο, διάλιγνη ανεράδα,
της άνοιξης, που των βορβών τ’, η άλμη και ο κάντιος,
πνεούμενο το βάστηξαν, όταν καιρός ενάντιος,
εμάχουνταν να κλέψει-του, αναίτια, ψυχεράδα...
Αφήνοντας μπεσίκι του, με το γλυκό του χρώμα,
το χνάρι βάζει γεννησιάς, στέλνει ορμής σινιάλο,
αδιάφορο για τα δεντριά, που δεν μπορούν το ζάλο
να κάνουνε, απ' τον σύγκρυο εφιάλτη τους, ακόμα…
Και τα σπαστά τ' ανθόφυλλα, τα απαλοχρωσμένα,
χορέβουνε, βυζαίνοντας, του λιόφωτου τη λόχη,
και προμηνούν στη χειμωνιά, πως με χαλαζοβρόχι,
δεν θα γλιτώσει το χαμό, τράτα της είν' σωμένα…
Γνέφει και στον μαρτιάτικο, πυκνά να κιτρινίζει,
και στο ζαμπάκι χάρτινα, ανθιά του να φορέσει,
τα λεφκοκίτρινα, μ' αυτά, τον πάγο ν' αναμπαίσει,
που χλιαίνει, κι ό,τι του 'μεινε, είν' αχαμνά ν' αχνίζει…
Κι εγώ στυλώνω τη ματιά, στο κίτικο λογάρι,
στην ακριβή την κεντησιά, στης φλόρας το διασίδι,
που ιστορεί πως αρχινά, ανάστασης ταξίδι,
και πόσο είν' ελπιδερή, των πούλουδων η χάρη…
Κι αν καλοκαίρι που ποθώ, με βήμα πάει πάσο,
και το αφτί τ' δε δρώνει για νέας ζωής τις γέννες,
κι αν μνήμες, είν' χινόπωρος, αχ, κρεμεζοβαμένες,
που τις βαστώ, κυκλάμινου, διώμα δεν θα ξεχάσω...
Στον ουρανό θα έφκουμαι, μίσχος τ' να δυναμώνει,
και χρώμα του ανάλλαχτο, να μένει σαν το βλέπω,
και σε γλυκό του όνειρο, πάντα θα το προτρέπω,
κάποτες, στην αγκάλη του να κλείσει κι έν' αηδόνι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|