Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
132741 Τραγούδια, 271229 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

 Ιστορίες ανθρώπων
 




Ανήκει στο σπάνιο είδος των ανθρώπων που δε χάνουν κηδεία και την ευκαιρία για επικήδειο λόγο έχει το ταλέντο στο είδος αυτό, εκφώνησε πολλούς λόγους πάνω από φέρετρα γνωστών φίλων και συγγενών, όταν όμως ο ίδιος βρέθηκε μέσα στο ξύλινο κουτί ζήτησε από τον Χάρο άδεια της στιγμής να εκφωνήσει το δικό του επικήδειο λόγο, αυτά που είπε ο Μάνθος για τον εαυτό του συγκλόνισαν τους παρευρισκόμενους.

*

Ο Παντελής γεννήθηκε στο Βόλο τη χρονιά που είχαν τελειώσει όλοι οι πόλεμοι κι έμειναν μόνο οι συνέπειες, τον γνώρισα στο στρατό, ανήκε στο είδος του ανθρώπου που δύσκολα ξεχνάς γιατί δεν έλεγε ποτέ όχι, το συμπαθούσα γιατί είχαμε μια κοινή αγάπη, στις τέχνες, αυτός το σκίτσο και τη ζωγραφική κι εγώ τη φωτογραφία, σε μια άσκηση βρισκόταν στο χαράκωμα δίπλα στο διοικητή του συντάγματος ,ήταν η ορντινάντσα και μαζί ο ασυρματιστής, η εικονική μάχη μαινόταν στο οροπέδιο κι έπρεπε το σύνταγμα να επανακτήσει το ύψωμα Α140481 που έχασε στη χθεσινή μάχη, η 10η ύλη αρμάτων μάχης έκανε επέλαση σε παράταξη και πίσω από τ' άρματα ακολουθούσε το πεζικό, ο ήχος ήταν εκκωφαντικός, έστρεψε το βλέμμα πίσω στην αντίθετη πλευρά του χαρακώματος και αντίκρισε δύο πολεμικά αεροπλάνα να κατευθύνονται λίγα μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους και πριν φτάσουν πάνω τους εκτόξευσαν δύο ρουκέτες στο στόχο που ήταν το ύψωμα με ταμπουρωμένη την εχθρική μονάδα, ο ήχος έφτασε στ' αυτιά του μετά το πέρασμα των αεροπλάνων, πίστεψε ότι θα πέσουν πάνω του οι ρουκέτες και τα σκάφη λόγω της κλίσης που είχε το έδαφος, σαν ταινία πέρασε η ζωή από μπροστά του σε δευτερόλεπτα, όταν τελείωσε το περιστατικό τον είδε ο διοικητής κατουρημένο και για αντάλλαγμα τον φιλοδώρησε με δέκα μέρες φυλακή, αυτό συνέβη στη Νεάπολη Κοζάνης την 14 Απριλίου 1972, όταν τον επισκέφθηκα στο Βόλο πολλά χρόνια μετά είδα στο εργαστήριό του όλα τα φύλλα του Ριζοσπάστη από την ημέρα που απολύθηκε και μετά,δεν έχει ανοίξει ποτέ καμία εφημερίδα αρέσκεται να πληρώνει μονάχα την αξία της σαν τυπική συνδρομή στο κόμμα, βγάζει το ψωμί του στο Βόλο κάνοντας τον ξυλογλύπτη.

*

Μεσάνυχτα λίγο μετά το Χριστός Ανέστη, καθόμουν στο μπαλκόνι κι έβλεπα το χαρούμενο πλήθος των πιστών,με την άκρη του ματιού μου έψαχνα εκείνη ,τελικά την είδα αγκαλιά με τον άλλο και χλόμιασα, δε μ' ενδιέφερε η αναστάσιμη λειτουργία, ούτε τ' αυγά και η μαγειρίτσα, ακόμη περισσότερο δε μ' ενδιέφερε το φιλί της ανάστασης, ενδιαφερόμουν μόνο για το φιλί της,
“Γυναίκες μικρές και μεγάλες όλες ίδιες είναι , οι φτωχές είναι ακόμη χειρότερες” σκέφτηκα με πίκρα, οι πιστοί , οι λιγότερο τυπικοί , άρχισαν ν' αποχωρούν από την πλατεία όπου βρισκόταν η εκκλησία, δεν άντεξα, παρόλο το κρύο εκείνη την Πασχαλιά γιατί ήταν νωρίς , κατέβηκα με άσπρο πουκάμισο, ακούμπωτο στα μανίκια, έξω από την εκκλησία όπου βρισκόταν και τσούγκριζαν αυγά, νικήτρια βγήκε αυτή, αυτό έλειπε να τη νικήσει αυτός, πλησίασα κοντά τους έπιασα το παγωμένο χεράκι της και τη φίλησα λέγοντας “Χριστός Ανέστη” επιδεικτικά τονίζοντας μόνο το δικό της όνομα, αποσβολωμένη απάντησε μ' ένα “Χριστός Ανέστη”.

*

Εγώ ένας ταπεινός ταξιδευτής με το δισάκι μου στο όμορφο νησί τη Σύρο την πρωτεύουσα των Κυκλάδων νήσων, οι ανηφοριές και τα όμορφα στενά στα νησιά πάντα με τραβούσαν όπως τραβάει τη σφήκα η ψαριά πάνω στη βάρκα, το μεγάλο πλοίο μας άφησε το απομεσήμερο στο λιμάνι συνέχισε τη διανομή των τουριστών επιβατών στα διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου, ήθελα να πιω ένα ελληνικό καφέ και τρύπωσα σε ένα κλασσικό καφενέ του λιμανιού, από τις φωτογραφίες στους τοίχους και το ντεκόρ θύμιζε παλιό τεκέ παρά καφενείο, στο βάθος καθόταν σε τραπέζι με κρασί και μεζέδες ένας πενηντάρης που γρατζουνούσε ένα ξεκούρδιστο μπουζούκι, ακριβώς πίσω του υπήρχε μια μεγάλη φωτογραφία του Στράτου Διονυσίου του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή, κατάλαβε ότι δεν είμαι ντόπιος και με ρώτησε: “Πόθεν έρχεσαι πατριώτη;” απάντησα πως είμαι από την πόλη που ήταν κι αυτός που βρίσκεται πίσω του πάνω στον τοίχο, μίλησα σε παρελθόντα χρόνο γιατί ο Στράτος είχε φύγει την προηγούμενη χρονιά, “Τρεις είναι οι μεγάλοι ο δικός μας Μάρκος, ο Στράτος κι ο Στελλάρας που ευτυχώς βρίσκεται ακόμη στη ζωή” απάντησε, ” Στη χώρα του Βαμβακάρη είμαι και αντί ν' ακούω μουσική του Μάρκου ακούω από τα μαγαζιά της παραλίας χαζοτράγουδα που τ' ακούς σήμερα κι αύριο τα ξεχνάς” του είπα με πίκρα και παρήγγειλα ένα ουζάκι με μεζέ μικρή γοπίτσα τηγανητή. “ Να κεράσω μια γύρα”, είπα στον άντρα με το μπουζούκι.” Ναι αμέ...γιατί όχι” ήταν η απαρχή να καθίσω μαζί του και να γνωριστώ με τον άνθρωπο ήταν ο καπετάν Νικόλας ο Συριανός.

*

Εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι ο βαρδάρης στο Πολύκαστρο φυσούσε με μανία, ο δυνατός κρύος βαρδάρης πάγωνε στο διάβα του τους ανθρώπους που δεν ήταν βαριά ντυμένοι, τη φύση κανένας δε μπορεί να λυγίσει, στο ένα χέρι κρατούσε τη σχολική τσάντα με τα ταλαιπωρημένα από την ανία βιβλία και στο άλλο ένα κλουβί με ένα κίτρινο πουλί, πήγε στο πρακτορείο, απέξω στεκόταν το λεωφορείο γεμάτο με ταξιδιώτες μέσα σε καπνούς τσιγάρων και ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, δε μπήκε μέσα γιατί κάτι του ψιθύρισε το πουλί στο αυτί και τον προβλημάτισε, δεν ανέβηκε στο λεωφορείο γιατί το πουλί του μήνυσε να μην ανέβει αν θέλει στο σπίτι του να φτάσει, το βράδυ της ίδιας ημέρας μαθεύτηκε το συγκλονιστικό γεγονός του λεωφορείου της γραμμής που κάηκε.

*

Πάνω στο σχολικό λεωφορείο στην κουρασμένη επιστροφή ήταν όρθιος δε βρήκε θέση, δίπλα του καθόταν η όμορφη Άννα δυο τάξεις μικρότερη από αυτόν, αποκοιμήθηκε με την τσάντα της αφημένη πάνω στα όμορφα άσπρα πόδια της και με το στήθος της έξω από καλοκαιρινό λεπτό της φόρεμα, άφησε να περάσει λίγος χρόνος ίσως γιατί ντρεπόταν και τελικά την ξύπνησε, αυτή θορυβημένη τον ευχαρίστησε που είχε την καλοσύνη να την προστατέψω από τα αδηφάγα βλέμματα των άλλων συμμαθητών, με την πράξη του κέρδισε την όμορφη Άννα.


*

Ένα πρωί του Αυγούστου ξύπνησε από τους ήχους και το τραγούδι ενός ανθρώπου που έπαιζε ένα μονόχορδο όργανο με ανατολίτικους δρόμους πιθανόν αρμένικο, η φωνή του θύμιζε κραυγή πόνου ήταν όμως μια ευχάριστη νότα, στην κυριολεξία τόσο ευχάριστη που δε σηκώθηκα να αντικρίσει από το παράθυρο τον άντρα που έπαιζε και τραγουδούσε με τη δικαιολογία ότι αν τον έβλεπε θα κατέστρεφε την όμορφη στιγμή.

*

Τη δεκαετία του εξήντα μεγάλη φτώχεια υπήρχε, ήταν μαθητής γυμνασίου σε κωμόπολη που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του, πεινούσε συνεχώς όλη τη βδομάδα τον έτρωγε
η πείνα εκτός από τη Δευτέρα γιατί εκείνη τη μέρα του έδινε χρήματα ο χασάπης του χωριού
να του αγοράσει χαρτί περιτυλίγματος για τα κρέατα που πουλούσε κι έτσι με τα λίγα ψιλά που περίσσευαν αγόραζα ένα ψωμάκι μαζί με ένα νόστιμο καραμανλίδικο λουκάνικο για να γελάσει την πείνα που δεν έλεγε ποτέ να τον αφήσει ήσυχο.

*

Ο παππούς έφερε μαζί του από τον Πόντο το σπαθί και την εικόνα του Αγίου Γεωργίου, μέσα στο άσπρο γαμπριάτικο μαντήλι του δεμένο στις τέσσερις άκρες έβαλε χώμα από την πατρίδα, το σπαθί το έκρυψε σ' ένα σεντούκι, την εικόνα και το μαντήλι τ' ακούμπησε με ευλάβεια στο εικονοστάσι που κατασκεύασε με τα ίδια του χέρια κι όταν ένοιωσε ότι φτάνει το τέλος του μου ζήτησε να ρίξω το περιεχόμενο του μαντηλιού μέσα στον τάφο του.

*

Οι σοφοί λένε ότι ο άνθρωπος είναι περαστικός από τη ζωή για μικρό χρονικό διάστημα, η δική μου άποψη είναι ότι ο χρόνος διαπερνά τη ζωή του ανθρώπου και την οριοθετεί χρονικά, έτσι όταν τη μοναδική ζωή που έχεις καλά τη ζεις τότε σου αρκεί αυτή η ζωή και πρέπει λογικά να φεύγεις ευτυχισμένος, η αξία του ανθρώπου τότε γίνεται εμφανής όταν τα ενδιαφέροντά του είναι αντάξια της προσωπικότητάς του, γιατί ο άνθρωπος που ξεχωρίζει φαίνεται από τα ιδεώδη και τα πιστεύω του.

*

Όταν η ηλικία του ανθρώπου είναι μεγαλύτερη από το χρόνο που του απομένει, ο ορίζοντας του κόσμου του είναι η μνήμες του, το μέλλον είναι πίσω του και το παρελθόν του βρίσκεται μπροστά.

*

Υπαινιγμοί αθανασίας από μνήμες μελλοντικές της ώριμης ηλικίας , αβάσταχτο για τους αθάνατους να βλέπουν τους αγαπημένους του να γερνούν ενώ αυτοί, παραμένουν νέοι για πάντα.

*

Ήταν περίεργος άνθρωπος, σαν αυτούς που δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν πουθενά, αλλά όταν είναι μονάχοι ακούνε κρυφά και ψάλλουν εκκλησιαστικούς ύμνους, ήταν ζεστός και νόστιμος ο λόγος του κι ο τρόπος του σαν χωριάτικο ζεστό ψωμί από φούρνο με ξύλα και κάθε βράδυ ξεπρόβαλε από τις ρωγμές του φωτός σαν εκείνα στοιχειά που σπέρνουν τη λαχτάρα και τον παραλογισμό των ονείρων όταν περιβάλλονται από το βλέμμα φλεγόμενων χεριών και την απουσία των σωμάτων .



Θεσσαλονίκη 26 Μαρτίου 2023



 Στατιστικά στοιχεία 
       Σχόλια: 3
      Στα αγαπημένα: 0
 
   

 Ταξινόμηση 
       Κατηγορίες
      Συναισθήματα - Εικόνες
      Ομάδα
      Ελεύθερος στίχος - Ποίηση
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Εκτυπώσιμη μορφή
Μήνυμα στο δημιουργό
Σχόλια του μέλους
Αναφορά!
 
   

Ματσικοβίτης
 
koyloykakoselias
26-03-2023 @ 09:54
::up.:: ::up.:: ::up.:: Καλημερα Γιωργο.
ΕΛΠΗΝΟΡΑΣ
26-03-2023 @ 12:58
Όταν η ηλικία του ανθρώπου είναι μεγαλύτερη από το χρόνο που του απομένει, ο ορίζοντας του κόσμου του είναι η μνήμες του, το μέλλον είναι πίσω του και το παρελθόν του βρίσκεται μπροστά.
::theos.:: ::theos.:: ::theos.::
Αγιοβλασιτης
26-03-2023 @ 17:54
Όμορφα..όλα! ::theos.::

Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο