| Ατέλεια γλυκόπικρη στο σώμα
Κηλίδες σήψεως με μαύρο χρώμα
Απαντάει η φλεβα του παράλυτου χεριού
Στην άπελπι ικεσία φυτρώνει πανταχού
Όμηρος του χρόνου για τη λήθη
Θαυμαζω πάλι όσα λέν οι μύθοι
Στέκω να παύσω τη κίνηση και τη φθορά
Του ρόγχου μου που διηγείται τη μοναξιά
Της προφυλακής μου το σκοτάδι
Ανταυγειες θυμίζει κάθε βράδυ
Κι ακούω τη μαγική του εκείνη συλλαβή
Που κάποτε τραγουδούσε μια πόλη μακρινή
Στο μεγάλο φώς το νικηφόρο
Γυρεύω τ'αχνάρια σου στο χώρο
Προσφέρω σάπφειρους στης ημέρας τον τροχό
Και της μοίρας μου παραμορφώνω τον ζυγό
Καινούργια πάλη λαίμαργη αρχίζω
Περίτεχνα τις ώρες θρυμματίζω
Στο πλευρό μου μια νύμφη φτάνει μονομιάς
Γλυκολουσμένη από τους γιαλούς της ξενητειάς
Ρίγος βαθιά παλίρροια μουδιάζει
Και το μυχιό από τα ζώντα βγάζει
Σαν κουρδισμένο ρολογακι ο τέλειος σφυγμός
Λαξεύει διαστάσεις να λαμψει ο λυτρωμός
Και να που με αχτίνες και σταγόνες
Με φλογάτους πελώριους κυκεώνες
Μεταμορφώνεται η σήψη σε κραταιή ζωή
Στο νήμα της το μάταιο ξεχνιέται η διακοπή
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|