| βολεύει τα χέρια μου να γράψω ένα τραγούδι
δίχως φρίκη με μνήμη και με λήθη
χαιδεύω στο πηγούνι το κατάλευκό μου χνούδι
ντύμα φορώ,βάφομαι με ψιμμύθι
αποτολμώ και πρώτα γράφω σχήματα στο πείσμα
αμήχανα τα είδωλα του ήχου
που με νηφάλιες σπονδές βάφτίζομαι στο χρίσμα
κι ακούω τα ξυπνήματα του στίχου
φάλτσο περίεργο φώς ξεμυτίζει και μετράω
σα δειλό,απροσδόκητο αηδόνι
τρέχει απ’τα μανίκια μες στη φούχτα ,το τιμάω
τον δισταγμό μου που τον ακυρώνει
κοκκίνησε η ρωγμή στο αχόρταγο μυαλό μου
μου λείπει πια η φωνή του Ορφέα
κι όμως επιμένω να ζωηρεύω τον ειρμό μου
με ύφος του αγέλαστου δρομέα
μικρός πολύ και ντροπαλός αλλάζω πάλι χέρι
ψάχνω αλλιώτικος να ξεχωρίζω
τα κενά των εποχών τα χαράζω με μαχαίρι
συχνά στα λογικά μου ν’ατενίζω
σφαδάζει εντός μου τούτο το πάθος μου σφαγμένο
πως τα γλυκά τα λόγια μ'ανασταίνουν
μεγάλωσα μαζί του, δε με θέλει το πηγαίνω
τα πιο ωραία του με περιμένουν
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|