| Με τον αητό για ν' αδερφώσεις
δε φτάνει, μόνο, να 'χεις φτέρια,
μύτη και νύχια σα νυστέρια,
και με κλαγγή φωνή να χρώσεις...
Ψυχή δε φτάνει μες στα στήθια,
να 'χεις ανάερη, δροσάτη…
Μπορεί και να μη φτάνει μάτι,
αγναντερό, λιγκιών ψιμύθια...
Πρέπει του ουρανού το γαίμα,
βαθιά, στις φλέβες σου να τρέχει,
καθάριο χρώμα, ας μην έχει,
ας είν' πολλών κλωστών το γνέμα.
Δεν είν' τ' ακρούρανο, ως βάζεις,
γαλάζιο, πάντα, ξαγνισμένο,
μπορεί σκοτάδι θρονιασμένο,
ως κει, να είναι, που ματιάζεις.
Το ρίσκο κει παραμονέβει,
κι αστραποπέλεκες καρτέρι,
στελιάζουν μέρα μεσημέρι,
η στράψη τους δε σ' αμνηστέβει.
Αγνώριστα τα βάθη έχει,
ο θόλος, και γλυκό αγέρι,
είν' αχαμνό, να καταφέρει,
ν' αγγίξει τ' άστρα που κατέχει...
Αητός για να 'σαι, δεν είν' χρεία
να είσαι άβλαβος, ακράτος,
στο να 'σαι ουρανός γιομάτος
ζωή, τ' αητού η μαεστρία...
Για το γιατί σ' έχω ξεκρίνει,
τ' αχείλι σου, τι με ρωτάει;...
Καρδιά αητίσια, που σπαρνάει
στ’ αστήθι, έχεις για λατίνι...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|