| Είμαι το σκεύος του καφέ σου
και στον καθρέφτη σου το εφέ σου,
πίσω, στο φόντο.
"Έτοιμος ο καφές", σφυρίζω,
βλέπω το βλέμμα σου το γκρίζο,
μιλώ στο βρόντο.
Φεύγουν τα χρόνια κατά ζεύγη
κι αχ! Ο καιρός, γοργά που φεύγει,
γερνά το σώμα.
Σβήνω ένα-ένα τα κουμπιά μου,
"έτοιμος ο καφές, κυρά μου,
θα 'ρθεις ή ακόμα";
Τα διάφανα τα νυχτικά σου,
που τα φορούσες για να σκάσουν
κάποιοι γειτόνοι,
τα 'χεις κρυμμένα στη ντουλάπα,
τώρα φοράς μια μαύρη κάπα
και παντελόνι.
Κι αυτά τα κόκκινα τα νύχια,
που 'παιρνες τον καφέ μειλίχια
να τον σερβίρεις.
Άβαφτα και σπασμένα τα 'χεις,
σαν τους στρατιώτες εκτός μάχης,
να τους οικτίρεις.
Είμαι το σκεύος του καφέ σου,
το μόνο που 'μεινε απ' το χτες σου,
πόσο θ' αντέξω;
Να πιτσιλώ τα δυο σου πόδια,
πριν, με καμένα τα καλώδια,
με βγάλεις έξω.
Π.Θ.Τουμάσης
|
![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | ![](skin/images/spacer.gif) | | Στατιστικά στοιχεία | | ![](skin/images/spacer.gif) | | Σχόλια: 6 Στα αγαπημένα: 0
| | ![](skin/images/spacer.gif) | | | | ![](skin/images/spacer.gif) |
|