| Αχ, άγγιξέ με,
με τ' απαλά σου χέρια...
Εκειά που είναι,
σαν αχτιδιά μιας φέξης
σε μιαν αμμούδα,
στραφταλιστή, που σμίγει
με τη λεβάδα...
Με χέρια, άγγιξέ με,
που ‘ναι φιλίδια,
άταλα, μιας αβγούλας,
σ’ ορφνά ρεβένια,
που παίρνουν να ορθρίζουν…
Αχ, άγγιξέ με,
με χέρια που 'ν' οργυάκια
της γης του Μάη,
μ’ ανθόσπαρτες τις όχτες,
κι αστάκια κιάρα…
Αχ, πάλι άγγιξέ με,
ως κειο το κάντιο
ξέθαμπο, μέρας Μάρτη,
γιομάτης θέλξη
κι ασάφειες αμοιβαίες...
Μες στ' άγγιγμά τους,
της σύδετης αγκάλης,
το πάθος νιώθω,
τη θλίψη, στο τραγούδι
που 'ρθε στα χείλη,
τον μόσκο μιας αγάπης
και την ψακή της…
Σε περιγιάλι άδειο,
πια, της αγάπης,
σαν στέκω απ' το γέρμα
ως και την άλμπα,
νειρέβομαι τα χέρια
που φτέρια ήταν
από λιχμό κολύμβρι
και σε καρτάλι
πάνω, ξαμώσαν, έρμο,
ζητώντας φέγγος..
Και τ' άπονο θαλάσσι,
γελά μαζί μου,
φιλέβοντάς με άρμη...
Κεντάνε ήλιοι,
γιομίζουνε φεγγάρια,
μα, χέρια όχι...
Ξανά, για χάδια, χέρια
δεν θ' απλωθούν, σε μένα...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|