| Ο ήλιος είναι
οκνός, αποστημένος...
Κι η γης, σ' αγέρα,
βουλιάζει, χρυσαφένιο...
Τα δεντρικά μαζέβουν,
στις σκιες τους, τα βραχιόνια…
Ψυχάρια σύραν
για κει, που είναι δρόσιο...
Δεν στέκουν σβούροι,
στο γιασεμί αγκάνια...
Στρουθί δεν είν' με γρίνια,
αχ, μέρουλας δεν ψέλνει...
Νωθρές οι κάτες,
νυσταχτερές, στ' αμάξια
ξαπλώνουν, κι έχουν
μισόκλειστα τα μάτια,
στης αντηλιάς τρανάδα,
τις κούδες σαν σινάνε...
Οι ντόροι όλοι,
στο μπούστο τσακιστήκαν,
το τόσο πλούσιο,
πυρό, που θρέφει, γιόμα.
Τίποτις δε σαλέβει,
στη λιόκαλη γαλήνη...
Κι εγώ στ' αζάτο,
τηρώ μουντή οκέλα,
στητή αγνάντια,
από της μπουκαμβίλιας μ’,
ολάνθιστα κλωνάρια,
και λέω "Είναι ώρα"...
Καιρός, πια, είναι,
μιαν άλλαξη να γένει,
να 'χει το γιόμα,
αχ, κάποια νοστιμάδα,
αλάργα απ' την πλήξη,
της θερινής της λόχης…
Κι ως έτσι βάνω,
κουδούνισμα στη σάλα,
με φέρνει μέσα,
και στο "εμπρός" π' αχνιάζω,
φωνή, μου λέει, κάντια:
"Αητέ μου, είσαι καλά;"...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|