| Tο δείλι, ζάρω,
την πένα μου να πιάνω,
κι ως κλώθει μέρα,
τις σκέψεις του μυαλού μου,
με κάποια ρίμα, μέτρο,
να ρίχνω σε καδέρνο.
Τραγούδι κάποιο,
όταν σκαρώνω, στέκω,
μπροστά στις ρίμες,
και άχωρος, κει, λέω:
Θα έπρεπε η πίκρα,
αρχή τ' να 'ναι και τέλος...
Τι, την ψυχή μου,
το λάβωμα, βαραίνει,
της μπλάβας μέρας,
που βάφει αιματίσιο,
τ' ακρούρανο, σαν ήλιος
αφήνει πνοή στερνή του….
Σκοτάδι, ξάφνου,
κι απόγνωση γιομίζει
τον κόσμο όλον…
Και κλαίω, για να λύσω
την πιο θλιμμένη σκέψη,
λιμνάζοντας στη νέκρα…
Σε θλίψη μπρούσκα,
με βλέπω, μ' αγριομάρα,
που βγάζει κάποιος,
σαν θάλασσα πουντάρει
βιαστή από ανέμι,
σε καραντί δοσμένη...
Και τ’ ανεμίδι
λαγγέβει μες στο ρήμι,
καθώς γρικάω,
το λιόχαρο, πως είμαι,
παιδί, παρατημένο
στων δάκρυων μονοπάτι…
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|