| Το λιόφως πέφτει...
Και δάχτυλά του βλέπω,
να την αγγίζουν,
του μέρουλα τη ράχη,
που δεν τοπώνεις, νύχτα,
κι ας είν', ως δάφτη, κάντιος…
Το λιόφως πέφτει...
Και μυτικά του νιώνω,
να τα ζουπίζουν,
καρνάδου ρόδου, τ' άνθη,
που νύχτα δεν θωρείς-τα
μα, σαν κι αυτή, είν' κάντια...
Το λιόφως πέφτει...
Και χείλια του κοιτάζω,
να το φιλάνε,
μαλμπέκι σε κροντήρι,
που, νύχτα, δεν πουντάρεις
κι ας είν', ως δάφτη, κάντιο...
Το λιόφως πέφτει...
Και βλέφαρά του βλέπω,
να τα χαϊδέβουν,
ριμάτας φυλλοκάρδια,
που δεν ξανταίνεις, νύχτα,
μα, σαν κι αυτή, είν' κάντια...
Το λιόφως πέφτει...
Κι αλλοίμονο, δε βλέπω
ροϊδιά μολόχα...
Μαράθηκε η έρμη,
εχάθη σε μια νύχτα,
κι ας είν', ως δάφτη, κάντια...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|