| Στη μνήμη του Τ.Σ.
Υπάρχει μια σοβαρή προϋπόθεση για να αναλογιστεί το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου-κυρίως οι δικοί σου αλλά και οι πάσης φύσεως ευαισθητούληδες καθώς έρευνες έχουν δείξει πως η χρήση ενός θλιμμένου emoji που στάζει ζωγραφισμένο δάκρυ μαζί με ένα βαριεστημένο γι' αυτό και συμπτυγμένο R.I.P. σε μία σοσιαλμιντιακή ανάρτηση σού ανοίγουν το δρόμο ώστε να συμπεριληφθείς στους σημαντικότερους αισθηματίες της εποχής, τους εξ αποστάσεως ευαίσθητους, τους από απόσταση ασφαλείας ενσυναισθητικούς γιατί αν υπάρξει προσωπική συμμετοχή δηλαδή διά ζώσης συμπαράσταση στον πόνο του άλλου ελλοχεύει ο κίνδυνος συναισθηματικού δεσίματος και για κάτι τέτοια δεν περισσεύει ούτε χρόνος μα κυρίως διάθεση-πως θα μπορούσε να είναι δίπλα σου αρκετές από αυτές τις ώρες που απουσίαζε εκκωφαντικά από κοντά σου.
Όλες εκείνες τις στιγμές που σε είδε και σε προσπέρασε. Ή έκανε πως δεν σε είδε. Ή άλλαξε πεζοδρόμιο.
Ή αποφάσισε για μία και μοναδική φορά να δοκιμάσει τη σίγαση στο κινητό.
Να συνδράμει στην απόλυτη ελευθερία του άλλου που πολλές φορές μπερδεύεται με την άλλη ισάριθμη γραμμάτων λέξη την αδιαφορία.
Που για πολλούς νοηματοδοτείται με τον ίδιο τρόπο.
Να είσαι νεκρός.
Προσοχή, όχι στα τελευταία σου, λίγο πριν, on the road προς την εγκατάλειψη του μάταιου τούτου κόσμου γιατί τότε υπάρχει η έστω κι ελάχιστη πιθανότητα να επιστρέψεις στον κόσμο των ζωντανών. Να αναρρώσεις. Να γιατρευτείς. Να καλυτερεύσει η κατάστασή σου.
Να συνεχίσει να χτυπά η καρδιά σου ακόμα κι αν η σαρξ προκύπτει ασθενής.
Να συνεχίσεις να ζεις τέλος πάντων ακόμα και τραυματισμένος σωματικά ή ψυχικά.
Άρα θέλοντας και μη να συμπεριλαμβάνεσαι στους ζώντες.
Η προϋπόθεση όμως για να βάλεις τους συνανθρώπους σου σε σκέψη του τι θα μπορούσαν να είχαν κάνει για σένα, έστω και για το ελάχιστο που θα μπορούσε να σε βοηθήσει είναι το να ανήκεις πλέον στους τεθνεώτες. Οριστικά και αμετάκλητα. Και χωρίς πισωγυρίσματα που χαλάνε την αρμονία του κύκλου της ζωής.
Αφού γεννήθηκες είσαι προορισμένος να ζήσεις.
Κανείς δεν σε ρωτάει το πώς.
Κανείς δεν ενδιαφέρεται με ποιά μέσα θα το καταφέρεις αυτό.
Είναι δικό σου θέμα κι οι άλλοι έχουν-έχουμε- μάθει να μην ανακατεύονται.
Γι' αυτό κι εκείνος είχε μάθει να βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο χωρίς ν' ανήκει σε αυτόν.
Είχε μάθει να περπατάει ανάμεσά τους.
Κάποτε τυχαία ίσως και να τον παρατηρούσαν. Αν βόλευε η οπτική γωνία ρε παιδί μου. Αν τύχαινε και έπεφτε το μάτι τους πάνω του. Θεού θέλοντος και κινητού επιτρέποντος.
Εκείνος βρισκόταν δίπλα τους ή απέναντί τους με μια τσάντα μισοπερασμένη στους ώμους που σπάνια αποχωριζόταν.
Όποτε αυτό συνέβαινε, δηλαδή όταν η θέση δίπλα του ήταν άδεια και την έβαζε εκεί, ακαριαία την φορτωνόταν ξανά προσφέροντας το κάθισμα στο πλησιέστερο όρθιο άτομο.
Κυκλοφορούσε με τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Συνήθως κρατούσε μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, συχνότερα ένα βιβλίο στο χέρι.
Διάβαζε και άκουγε τα πάντα.
Έβαζε ελάχιστα μέσα στην ψυχή του και με αυτά πορευόταν.
Δεν ήταν λάτρης της τεχνολογίας με όρους μόδας.
Χρησιμοποιούσε το κινητό για να ακούει μουσική ή κάποια εκπομπή κυρίως στις ώρες αιχμής που λεωφορεία, τραμ και μετρό ήταν τιγκαρισμένα από κόσμο και οι ανούσιοι διάλογοι γύρω του έπαιρναν φωτιά.
Ήθελε να μην ακούει τι λεγόταν γιατί καταλάβαινε κι αυτό που υπονοούνταν.
Υπήρξε λάτρης της μεγάλης οθόνης αν και δεν γνωρίζω αν θα επιθυμούσε να ζήσει μέσα εκεί.
Σε κάποια ταινία δηλαδή. Μέσα σε κάποιο φιλμ. Να μπει μέσα και να τον ρουφήξει για πάντα η οθόνη. Ξέρω ανθρώπους που το επιθυμούν και το προσπαθούν καθημερινά ή όποτε τέλος πάντων επισκεφτούν κάποια κινηματογραφική αίθουσα.
Πάνω απ' όλα αγαπούσε τη μουσική. Λάτρεψε τη μουσική. Αφοσιώθηκε στη μουσική. Άκουγε σχεδόν τα πάντα, η καρδιά του χτυπούσε στο ρυθμό της σκληρής μουσικής.
Παθιαζόταν. Ήταν επίμονος. Ήθελε να μάθει τα πάντα. Ίσως και να τα ζήσει κιόλας.
Παραδεχόταν τα λάθη του. Οι άλλοι δεν παραδέχονταν τα δικά τους μπροστά του κι έτσι το παιχνίδι ήταν πάντα άνισο.
Δεν δίσταζε να πλησιάσει πρώτος τους ανθρώπους. Πάντα με την διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τους πραγματικά ευγενείς.
Είχε ένστικτο και μια σπινθηροβόλα ματιά.
Καταλάβαινε ποιός ήταν δικός του χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε προδοθεί κι από τέτοιους.
Αν τον έκρινες από την εμφάνιση ίσως και να τον παρεξηγούσες.
Οι άνθρωποι έχουν μάθει να κρίνουν σχεδόν αποκλειστικά από αυτή- τηρουμένων των εξαιρέσεων-κι έτσι μετά τούς είναι πιο εύκολο να παραδεχτούν πως παραπλανήθηκαν ή εξαπατήθηκαν από μια άψογη εμφάνιση που δεν συνέδιδε με την συμπεριφορά χωρίς να αλλάξουν διόλου αυτό το κριτήριο της κρίσης τους.
Έζησε ελεύθερα, αγάπησε πολύ και αγαπήθηκε.
Ίσως όχι περισσότερο απ' όσο μετά θάνατον.
Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων.
Να τους προσπερνάς όταν κυκλοφορούν δίπλα σου και να τους επιθυμείς όταν δεν υπάρχουν πια.
Σπάνια θα εξομολογηθούμε τον έρωτά μας ή την φιλική μας διάθεση σε κάποιον άνθρωπο.
Ίσως από ντροπή, ίσως και από άλλο λόγο.
Ακόμα σπανιότερα θα σκεφτούμε να προσφέρουμε έμπρακτα τη βοήθειά μας σε κάποιον, ακόμα και να ρωτήσουμε αν τη χρειάζεται. Να κάνουμε μια απλή νύξη.
Η λογική του ''πού να μπλέκω τώρα;'' κυριαρχεί στη σκέψη μας. Αυτή μας οδηγεί.
Υπάρχουν κάποιοι ισχυρογνώμονες-πες τους ξεροκέφαλους- που το πιθανότερο είναι να αρνηθούν την όποια βοήθεια.
Εκείνος ίσως να ανήκε σε αυτή την κατηγορία.
Ίσως απλά να ήθελε να έχει πλάι του ανθρώπους που πραγματικά να τον καταλαβαίνουν κι όχι να υποκρίνονται πως συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Κι εδώ τα βάζει με τη νομοτέλεια των ανθρώπινων σχέσεων.
Η υποκρισία, η fake χαρά είναι που κάνει τις ανθρώπινες σχέσεις υποφερτές και τις βοηθάει να μη διαλύονται σχεδόν αμέσως μόλις δημιουργηθούν.
Υπάρχουν λοιπόν κάποιοι- λίγοι, ελάχιστοι- άνθρωποι που δεν επιθυμούν να ζήσουν έτσι.
Θα περάσουν ήσυχα, αθόρυβα μέσα από τον κόσμο ο οποίος θα θυμηθεί πως τους είδε, τους γνώρισε, τους ένιωσε συνήθως κατόπιν εορτής.
Έτσι προχωράει ο κόσμος. Έτσι εξελίσσεται. Έτσι δεν πολυβαραίνει. Με τη λήθη.
Όσο ζούσε κι εκείνος μπορεί το ίδιο να είχε κάνει σε κάποιους άλλους.
Τίποτα δεν αποκλείεται.
Υπάρχουν άνθρωποι που τους θυμάσαι μόνο όταν λείπουν.
Που σκέφτεσαι πως θα τους θυμηθείς όταν θα λείψουν.
Και πως ίσως θα γράψεις κάτι γι' αυτούς -από ένα σχόλιο μέχρι ένα διήγημα- νομίζοντας πως έχεις κάνει το χρέος σου.
Δεν είναι ώρα ακόμη.
Μπορείς να τους προσπεράσεις ή και να αδιαφορήσεις γι' αυτούς όσες φορές θες.
Η ζωή συνεχίζεται. Μέχρι να έρθει η στιγμή που θα σου θυμίσει πως είναι λίγη και κάποτε τελειώνει οριστικά.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 1
| | | | | | |
|