| Μάνες, μάνες στα μαύρα
με σπλάχνα λαβωμένα
ακροπατούν τις ράγες
με τις άλικες παπαρούνες
τις φρεσκοσπαρμένες
Σαν δύστυχα άπτερα πτηνά
ποδοπατούν τα άνθη
τα μπερδεμένα μες στο αίμα
τα πλέον μαραμένα
Στο ξύπνημα της άνοιξης
Στη δύση του χειμώνα
Λευκοντυμένα νιάτα
πώς ξάπλωσαν έτσι
κάτω απ' τις παπαρούνες
πώς κείτονται χάμω
διασκορπισμένα
πώς αντέχονται από τώρα
και για πάντα οι αιώνες;
Μάνες, σαν έβενος βαριές
και ράγες τρένου
να διαπερνούν την καρδιά
τραύμα διαμπερές
και με σπλάχνα κενά
Μαύρες μάνες με λευκά παιδιά
με κόκκινες φτέρνες
κι άδειες τις φλέβες τους πια
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 0 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|