| Άλλοτες, συχνά,
πως δυο ήταν φτερωτά,
βάζαν με το νου…
Ήτανε αυτός αητός
κι ήταν κείνη ατταγάς,
τους αρμόνιζε σεβντάς…
Κι είχαν μια χαρά,
άνοιγαν μυαλού φτερά,
κι αν, ποτές, στη γης,
πέφταν, ένιωθαν στοργή,
για τις ρήχιες μελανιές,
αχ, ο ένας τ' αλλουνού.
Κει, στους δυο, σιμά,
κι άλλα ζούσανε πουλιά,
γρύπες και γλαριά,
κάκαβροι, σπιζιοί, στρουθιά,
φλώροι, κλόκαροι, τουρλιά,
που, δεν είχανε φτερά...
Μήτε κειων των δυο,
ήταν, δα, απαρθινά…
Κι όμως, στα ψηλά,
φτέριζε αβέρτος νους,
σ' ουρανούς γαλαζιανούς
λάβρη π' άνοιγε καρδιά...
Για πουλιά σωστά,
βέρα πόχουνε φτερά,
όλα είν' στρωτά...
Όπου θέλουνε πετούν,
οροθέσια δεν νογούν,
είν' τα σβίδα τους κοντά…
Μα, αυτοί οι δυο,
ήτανε δετοί στη γης,
όσο κι αν ωριούς
τόπους διάλεγαν να δουν,
κορφινούς κι αγναντερούς,
μες σε κάντιο νειρεμό.
Κι άβολες, αφού,
ήταν γνήσιες πεταξιές,
είχαν δικαστεί,
σε δυο κόσμους χωριστούς
σε τριβές να 'χουν μπλεχτεί,
που δε φέρναν αρεσκιά…
Κάμποσα πουλιά,
που 'χαν νου χωρίς φτερά,
και στις δυο μεριές,
μπρούσκα γύρεψαν κι ωμά,
να σταγκώσουν πεταξιές
π' αναπόδιαζαν σασμό...
Τ' άφτερα πουλιά,
με πικρή τους ναλετιά,
πέτυχαν, μαθές,
το που πόθησαν πολύ,
να μην έχουν νου φτερά,
το περδίκι κι ο αητός...
Κι έτσι τώρα πια,
δε θα δεις-τα να πετούν,
τ' άφτερα πουλιά,
που αντάμωναν παλιά
στι γαλάζιες αγκαλιές,
ουρανού τους νειρεφτού...
Χρόνοι θα περνούν,
θ' ανισάζονται βουνά,
κάμποι θα στηθούν,
θα χωθούν οι ποταμιές,
θα ξαλλάξουν θεριακά
θάλασσες γκρεμούς θα πιουν...
Και δεν το μπορείς,
να μιλάς με σιγουριά
τ' άφτερα πουλιά,
πόχανε φτερά στο νου,
αν θα τα ιδείς ποτές,
να πετούν μαζί ξανά...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|