| Γραμμένο το 2014. Πριν αρκετά χρόνια δηλαδή, όπως και τα περισσότερα γραπτά μου. Μεταξύ αστείου και σοβαρού νιώθω πως ταιριάζει στη διάθεση των ημερών.
Πόσο σιχαίνομαι το καλοκαίρι
που μας τη μάνα για να βραδιάσει
μα η δικιά μου είναι πεθαμένη
κι η αγανάκτηση αυτού του άσματος δεν θα την πιάσει.
Πόσο σιχαίνομαι το καλοκαίρι
που τα παλιόπαιδα στη γειτονιά
γκαρίζουν γαμώ τη τρέλα μου όλη μέρα
και συνεχίζουν και μετά το δελτίο των εννιά.
Πόσο σιχαίνομαι το καλοκαίρι
που όλο λυσσάς μικροαστέ να πάρεις χρώμα
κι είσαι μέσα στο άγχος κακομοίρη να μαυρίσεις
κι ας βρίζεις μαύρους μετανάστες το χειμώνα.
Πόσο σιχαίνομαι το καλοκαίρι
γυρνάς, το παίζεις κουλ κι ωραίος
μα το νιώθω στο πετσί μου
να σαμποτάρω την ανούσια χαρά σου έχω χρέος.
Πόσο σιχαίνομαι το καλοκαίρι
αν ήταν στο δικό μου χέρι μάθε θα το 'κοβα μαχαίρι.
Το καλοκαίρι ρε όχι το χέρι.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|