| Αξάδεια μέρα,
στ' αναβρυτό αζάτο,
τηρώ, στη ρέμβη,
τη θάλασσα που φτάνει
στου σύγιαλου τα στήθια
κι όλο αλλάζει διώμα.
Αυγούλα είναι,
και φρύδι της λεφκάτο,
μισίδι λάγνο
στη γαλανή ειδή της…
Και τ' αγεράκια, βλέπω,
δροσάτα να 'χουν φτέρια...
Κι ως φτάνει γιόμα,
τα χείλη της τρεμίζουν,
μ’ ουράνια χάδια…
Και πάθος της, το νοιώθω,
καθώς χαμογελάει,
στις φλώριες λιονιφάδες.
Κεντί ως φτάνει,
βελιές σκιες των μαλλιών της,
αχ, μ' αγκουφίζουν...
Κι ως χέρι μου ξαμώνω,
στρεχιάζει ξυπασιάρα,
στης σούρπας αλουργίδα...
Εφάνη νύχτα,
και μάτια της μυστήρια,
με βιόλας ρέγκι,
γρικώ-τα ν' αναριέβουν,
από ψηλά, ζητώντας
των αστεριών τα δάκρυα...
Κι εμέ π' αργέβω,
μου μοιάζει με γυναίκα,
μπολού, γαράντρα,
τραφόρα, που αλλάζει,
για να τραβά, συνέχεια,
βλεψιές, που την ξανοίγουν.....
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|