| Από λιοστάσια,
μ' ασήμι και σμαράγδια,
στολιδομένα,
απ' τον αφέντη ήλιο,
μες στ' ώριο του καφτάνι,
ας έφτανε πουνέντες...
Σιμά μ’, να σπείρει
των σφλυγγουνιών του σούφνα,
που σέρνει λούσο,
ανάπετης μιας χάρης,
την πόχουν μοιρασμένη,
σκιανάδα και μοσκιάδα...
Με φλάτο τ’ ένα ,
θα πάω όπου θέλω...
Θ’ αφήσω πίσω,
κάθε θνητή αγάπη,
οι ενοχές π' αρπάξαν,
και μ' έπνιξε στην πίκρα...
Θ’ αφήσω πίσω,
αγαπημένες ρίμες,
γιομάτες ξόμπλια,
στην έξαψη γραμμένες,
για κάποια μελιτένια,
στους ήσκιους που εχάθη...
Ψηλά θα σύρω
μαζί του, να γυρέψω,
αστέρια μύρια...
Απ' τ' ουρανού, πιο πέρα,
τ' αφάλι, θα με πάει,
στ' αστρόσπαρτα χωράφια...
Ζεφύρι, έλα,
και δώσε μου σκαλίδι
φωτολουσμένο...
Παράξενο κηπάρι,
θε ν' ανοιχτεί ομπρός μου,
μα, κει θα 'μαι αφέντης...
Εκεί θα χτίσω,
στης φεγγαριάς αχτίδες,
αρχονταρίκι...
Εκεί θε να συνάξω
ρίμες από χαμάνθια,
κι από πουλιών τα στήθια...
Πουνέντε φύσα,
βαρύκοπος σαν είμαι…
Θε ν' ακουμπήσω,
σε ώμους σου, κεφάλι μ',
ν' ακούσω παραμύθια,
που θ’ ακανούν μαζί σου…
Ν' ακούσω θρύλους,
που πήρες απ' των ρόδων,
μοσκοβολάδα,
κι από δριμιά λιβόρια...
Που πήρες απ' αγρίλια,
που το νερό νηστέβουν…
Ν' ακούσω λόγια
που τραγουδούν οι ώρες
σαν βάζουν ήλιο,
σε νύχτιο του κλινάρι,
και τα φαριά τ' βαϊλίζουν,
από της μέρας μόχτο...
Κι αν δεν το γνώθω,
απαρθινό τους νόημα,
λαφρύ σου φλάτο,
αρμήνεια θα μου δώσει,
πως και γιατί εμπήκε,
στο καθετί, σφραγίδα...
Εμπρός, ζεφύρι,
μυριάκριβο, σηκώσου,
σπεριάς συντρόφι,
κι άγγιξε την ψυχή μου,
που είναι σε σιργούνι,
στο ρήμι, δικασμένη...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 2 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|