| Τι γης ανέτια,
τ' ονειρεμού ο τόπος!...
Εκεί το ρήμι,
οπού οι σεβνταλήδες,
μες σε πυκνή αντάρα,
περνούν αναστενάρια…
Φιλιά ποιά, σπάνια,
μ' αυτόν τον τόπο δένει,
-ανερωτιέμαι,-
τους πόχουνε μεράκι,
και ψάχουνε να βρούνε,
ποιοί είναι και που πάνε;
Φθαρτοί είν', μήπως,
ή άχρονοι, αλήθεια,
σε τόπο άχνης
απόσπερης, που σιάχνει
ανάμνηση, με ξόρκια,
πιο άχολης ημέρας;
Στο στήθος έχουν
της άρνας το αργυάκι
χαρακωμένο,
αχνόφωτο αστάκι,
σ' ομίχλη βυθισμένο,
μιας μελιτένιας νάρκης...
Ονειροπλέκουν,
σ' απόκοσμη γαλήνη…
Κι ας έχουν χάσει,
αλίμονο, το δρόμο,
στο υπαρχτό που φέρνει,
γλυκά ξεπλανεμένοι...
Κι αριά χουγιάζουν
στο πονηρά ξωνέρια,
σπλαχνιά να δείξουν,
κι αρκάτους, να τους στείλουν,
σ' αβλή λουλουδιασμένη,
στην αχτιδιά μιας φέξης...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 1 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|