| Η μπέσα όντας, πια, χαθεί,
αλύσια μοιάζουν οι ορμήνειες,
με κακοψύχια, οι εφτύνες,
και η στοργή πικρά πενθεί..
Τι, φάσμα είναι πια φριχτό,
που ξεγλιστρά στο υπαρχτό,
για να σβηστεί, μ' αχό πνιχτό,
σ' αφιλογιάς τον κουρνιαχτό...
Και δεν αντέχεται το βλέμμα,
αφού αγάπη πια δεν κρύβει,
η χρεία τα τραχήλια σκύβει
και τζόγιας πίνει κάντιο γαίμα...
Αχ, μες στο μίγιασμα τραβά,
η ζήση θλιβερή της στράτα,
κι είν' τα μερόνυχτα χορτάτα,
από της πίκας το χαβά...
Και δεν υπάρχει άλλη λύση,
από τους ξέχωρους τους δρόμους,
στους βρωμερούς τους υπονόμους,
της δίσταξης μελέβει φθίση...
Μα, ποιοί το έχουν το κουράγιο,
σ' απόσωμα να φτάσουν τέτοιο;
Η μπέσα, που τους λείπει, αίτιο
είν' που μουδιάζουν σε ναυάγιο...
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Σχόλια: 3 Στα αγαπημένα: 0
| | | | | | |
|